Κείμενο παρουσίασης που έγινε στα πλαίσια του μωβ καφενείου.
Εδώ και αρκετά χρόνια έχει εκδηλωθεί ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον γύρω από το πρόσωπο της μυθιστοριογράφου, δοκιμιογράφου και κριτικού Βιρτζίνιας Γουλφ. Από τη μέρα που επέλεξε να δώσει τέρμα στη ζωή της κι έπειτα, αλλά και κυρίως μετά το ’60 με το ξέσπασμα του γυναικείου κινήματος, πολλά είναι αυτά που έχουν γραφτεί, συζητηθεί και αναλυθεί προσπαθώντας να ερμηνεύσουν και πολλές φορές να οικειοποιηθούν κομμάτια ή το σύνολο του έργου της και των απόψεών της.
Έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες αναλύσεις σχετικά με την ίδια που την προσεγγίζουν από σκοπιές φεμινιστικές, ψυχαναλυτικές, λογοτεχνικές ή κάτι άλλο. Πολύ συχνά όμως, αυτό που συμβαίνει με τέτοιες προσωπικότητες, είναι ότι οι μεταγενέστεροί τους τις ενδύουν με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προκειμένου να τις κατατάξουν κάπου ή να τις χωρέσουν σε μία νόρμα που να εξυπηρετεί τις αντιλήψεις του εκάστοτε κριτικού-αναλυτή. Απομονώνοντας ένα έργο, μια ιδιότητα ή ακόμα και μία μόνο φράση μπορεί κανείς να πλάσει με τη φαντασία του ένα ολόκληρο σύμπαν από θεωρίες ή αντιλήψεις που υποθετικά βασίστηκαν ή είχαν σαν αφετηρία το εκάστοτε συγκεκριμένο πρόσωπο.
Η Βιρτζίνια Γούλφ όμως υπήρξε στ’ αλήθεια, μέσα στις ιδέες και τα πάθη της, τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της, μέσα στην εποχή της και πολύ πέρα απ’ αυτήν. Αυτό που ενδιαφέρει εμάς είναι μια συνολική ματιά στο έργο και τη ζωή της, στο συνδυασμό αυτών των δύο και λίγο πιο μακριά. Μια ματιά περισσότερο σαν γνωριμία παρά σαν ερμηνεία από τη μία ή την άλλη σκοπιά. Σημασία έχει να μην ξεχνάμε πώς μιλάμε για μια γυναίκα που σημάδεψε τον περασμένο αιώνα με την ευαισθησία της, προσπαθώντας ν’ αποτυπώσει τη ζωή σαν ένα πολύπλοκο δίκτυο από αλληλοδιαπλεκόμενα στοιχεία, σκέψεις και γεγονότα, τις σχέσεις αυτών σε μια συνεχόμενη ροή. Έτσι κι αλλιώς και η ροή των δικών της βιωμάτων και σχέσεων με τον κόσμο θα μπορούσε να ναι ένα μυθιστόρημα.
Γεννήθηκε το 1882 σ’ ένα περιβάλλον όπου η βικτωριανή συμβατικότητα συνδυαζόταν επιδέξια με την προοδευτική διανόηση της εποχής. Στο σπίτι της στην οδό Χάιντ Παρκ Γκεϊτ 22 περνούσαν τις ώρες τους διάφοροι επιφανείς καλλιτέχνες της εποχής. Με τη συγγραφή η οικογένεια ασχολούνταν ήδη εδώ και τρεις γενιές.
Η παιδική ηλικία βρίσκεται στην καρδιά του έργου της Β. Γουλφ μ’ έναν αρκετά πολύπλοκο τρόπο. Από τη μια οι αναμνήσεις από τις καλοκαιρινές διακοπές στο Σαιντ Αιβς, οι οποίες της προκαλούσαν ένα πλημμύρισμα αισθήσεων και απολαύσεων. Από την άλλη τα δύο φαντάσματα που δεν έπαψαν να την κατατρέχουν ποτέ: οι γονείς της. Και αν ο πρόωρος θάνατος της μητέρας της Τζούλιας Στήβεν όταν ήταν εννέα ετών την βυθίζει από νωρίς στον πόνο της απώλειας, ο θάνατος του πατέρα της δεκατρία χρόνια μετά τη συγκλονίζει μ’ έναν τρόπο πιο συγκεχυμένο.
Με τον Λέσλι Στήβεν δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά. Η Βιρτζίνια έβλεπε σ’ αυτόν τον βαρύθυμο και σχολαστικό “γέρο”, όπως τον αποκαλεί στο ημερολόγιό της, έναν καταπιεστικό πατριάρχη που προκαλεί την δυστυχία στις γυναίκες που τον περιτριγυρίζουν χωρίς και ο ίδιος να παρουσιάζει καμία δυνατότητα προσωπικής ευτυχίας. Το έργο της “στο φάρο” αποτελεί μια πολύ καλή περιγραφή και εμβάθυνση στη σχέση της με τους γονείς της.
Το “στο φάρο” ή “μέχρι το φάρο” (tothelighthouse στο πρωτότυπο) γραμμένο στο 1925 περιγράφει δύο μέρες μιας οικογένειας και των φίλων τους στο εξοχικό τους σπίτι. Αυτές οι δύο μέρες έχουν μεταξύ τους δέκα χρόνια διαφορά. Όπως και στην “κυρία Ντάλαγουαι”’ που γράφτηκε περίπου δύο χρόνια πριν η Γουλφ δεν επιλέγει ν’ απλώσει τη γραφή της στο χρόνο αλλά, με την τεχνική της οποίας υπήρξε πρωτοπόρος, το ονομαζόμενο streamofconsciousness, να αποτυπώσει τη συνεχή ροή των ιδεών, των σκέψεων και των συναισθημάτων που βιώνει ένας άνθρωπος. Στην “κυρία Νταλαγουαιυ” παρακολουθούμε μια μέρα από τη ζωή της πενηντάχρονης αυτής γυναίκας γυρνώντας συχνά στο παρελθόν, αφού αυτό το περιέχει μέσα της μαζί με της ελπίδες και τις απογοητεύσεις της. Έτσι και στο “φάρο” παρασυρόμαστε σ’ αυτό το “ρεύμα της συνείδησης” των ηρώων μόνο που σ’ αυτήν την περίπτωση πρόκειται στην ουσία για τους γονείς και τ’ αδέρφια της, δίνοντας στο έργο αυτό έναν συγκαλυμμένο χαρακτήρα βιογραφίας.
Πάντως η δυσφορία που προκαλούσε στη Βιρτζίνια ο πατέρας της οφείλεται και σ’ έναν άλλο λόγο. Στο ότι δεν της έδωσε την δυνατότητα να σπουδάσει όπως έκανε με τους αρσενικούς απογόνους του. Αυτό είναι κάτι που η Βιρτζίνια δεν του συγχώρησε ποτέ και που σαν ζήτημα έμφυλης διάκρισης το ξανασυναντάμε στο “ένα δικό σου δωμάτιο”, το πιο έντονα “φεμινιστικό” από τα έργα της. Όπως και να ‘χει, ο θάνατός του στα 1904 της αφήνει μια έντονη απογοήτευση για την ανεκπλήρωτη συμφιλίωση μαζί του. Μόνο μετά τη συγγραφή του ‘’στο φάρο’’ θα νιώσει ότι έκανε ένα βήμα προς την αποκατάσταση αυτής της σχέσης μέσα της.
Με τ΄ αδέρφια της επίσης οι σχέσεις της ήταν πολύ έντονες. Με την κατά τρία χρόνια μεγαλύτερή της αδερφή Βανέσσα είχαν μια σχέση πολύ δυνατή αλλά και κάπως οριακή, με τον ανταγωνισμό και τον πλατωνικό ερωτισμό της. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που την σημάδεψε και την ακολούθησε σ’ όλη της την ζωή.
Από την άλλη με τα δύο ετεροθαλή αδέρφια της, τον Τζωρτζ και τον Τζέραλντ η σχέση της δεν ήταν και τόσο ιδανική. Και τα δύο αδέρφια είχαν επιδιώξει και πραγματοποιήσει με δική τους πρωτοβουλία το να μυήσουν τη Βιρτζίνια στον κόσμο της σεξουαλικότητας.
Για τον Τζέραλντ η ανάμνηση που έχει η συγγραφέας είναι απ’ όταν ήταν πολύ μικρή, μόλις πέντε ετών. Θυμάται πώς την είχε ανεβάσει σ’ ένα έπιπλο για να δει καλύτερα το είδωλό της στον καθρέφτη. Η αίσθηση των χεριών του να την χαϊδεύουν σ’ όλα τα σημεία του μικρού κορμιού της είναι κάτι που παραμένει χαραγμένο στη μνήμη της ακόμα και τριάντα χρόνια μετά. Αλλά και ο Τζωρτζ απ’ ότι φάνηκε ήταν αποφασισμένος κατά την εφηβεία της να της διδάξει τις σχέσεις των δύο φύλων. Αφού άρχισε να την συνοδεύει στις πρώτες της κοσμικές εξόδους και εκδηλώσεις και να της δίνει συμβουλές για το πώς να ντυθεί, στο τέλος της κάθε βραδιάς αισθανόταν μάλλον ότι είχε το δικαίωμα να απαιτήσει την αμοιβή του. Η Βιρτζίνια περιγράφει αυτόν τον αδερφό που φαίνεται να της ενέπνεε μεγάλο θαυμασμό όταν ήταν παιδί, προτού εξελιχθεί η σχέση τους έτσι, ως ένα “πλάσμα που η φύση είχε προικίσει μ’ ένα ζωώδες σφρίγος αλλά είχε ξεχάσει να το εφοδιάσει με μυαλό.”
Όσο οι άσεμνες χειρονομίες του Τζέραλντ κατά την παιδική ηλικία είναι αμφισβητήσιμες, τόσο αναμφισβήτητο είναι ότι ο Τζωρτζ είχε σχέση με τις δύο ετεροθαλείς αδερφές του. Αυτό φαίνεται πώς για την ευαίσθητη και ταραγμένη ιδιοσυγκρασία της Βιρτζίνια έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της αντίληψής της για την πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας αλλά και στις ερωτικές σχέσεις της με τους άντρες μετέπειτα, οι οποίες ήταν από περιορισμένες ως ανύπαρκτες.
Πρώτα όμως να δούμε την σχέση με τα δύο άλλα αδέλφια τον Άντριαν και τον Τόμπι. Και αφήνοντας λίγο στην άκρη τον Άντριαν ο οποίος δεν της ενέπνεε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον θα μιλήσουμε για τον Τόμπι και γι’ αυτό που έχει μείνει στην ιστορία ως ο “κύκλος του Μπλούμσμπερυ” μια “λογοτεχνική” ομάδα με τον μύθο της οποίας η Βιρτζίνια Γουλφ συνδέεται στενά.
Ο Τόμπι, όντας φοιτητής στο Κέιμπριτζ όταν η Βιρτζίνια καθόταν μόνη στο σπίτι και μελετούσε, είχε κάνει αρκετούς φίλους από ΄κει οι οποίοι αποτελούσαν την αφρόκρεμα της προοδευτικής διανόησης της εποχής. Η Βιρτζίνια και η Βανέσα από μικρές έβρισκαν μεγάλη χαρά στο να συναναστρέφονται αυτούς τους περίεργους και αρκετά διαφορετικούς νέους ανθρώπους και όταν ήρθε η στιγμή να μετακομίσουν σ’ ένα σπίτι μόνοι τους τα αδέρφια της και η ίδια, ο ενθουσιασμός αυτός πήρε μια πιο δημιουργική τροπή. Η ονομασία “κύκλος του Μπλουμσμπερυ” οφείλεται στο ότι το νέο τους σπίτι βρισκόταν στην Γκόρντον Σκουέαρ 46 στην συνοικία του Μπλουμσμπερυ, ένα μέρος που συγκέντρωνε νέους καλλιτέχνες και ριζοσπαστικούς στοχαστές.
Τον Μάιο του 1905 ο Τόμπι αρχίζει να διοργανώνει τις πρώτες συναντήσεις με τους συμφοιτητές του στις οποίες οι αδερφές Στήβεν συμμετείχαν με όλο και μεγαλύτερη προθυμία. Το τι ακριβώς συζητιόταν εκεί είναι λίγο δύσκολο να ειπωθεί με ακρίβεια αφού δεν υπήρχε ποτέ κάποιο συγκεκριμένο θέμα. Αυτό που μάλλον συνέβαινε είναι ότι αυτή η ανήσυχη νεολαία, αποδεσμευμένη από τις συμβατικότητες της βικτωριανής εποχής, έβρισκε την ευκαιρία μακριά από τους γονείς και τους καθηγητές, να προβληματιστεί και να αμφιβάλλει για το σύνολο της ζωής όπως τους είχε παρουσιαστεί ως τότε. Επίσης, έχοντας σαν δεδομένο ότι πολλοί από τους άντρες θιασώτες αυτών των συναντήσεων ήταν ομοφυλόφιλοι, κατανοεί κανείς ότι το ξεπέρασμα των ταμπού της συντηρητικής αγγλικής κοινωνίας, αποτελούσε ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Οι συζητήσεις κινούνταν γύρω από φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά και πολιτικά θέματα αλλά και ότι άλλο θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί και να φέρει στο τραπέζι. Φυσικά και σ’ ένα βαθμό λόγω του ενθουσιασμού της ομαδικής συνεύρεσης δεν έλειπαν τ’ αστεία και οι φάρσες όπως η φάρσα με το θωρηκτό Ντρεντνοτ.
Στις 7 Φεβρουαρίου του 1910 ο Αντριαν, η Βιρτζίνια και κάποιοι ακόμα από την ομάδα, αποβιβάζονται στο λιμάνι του Γουιμαουθ όπου βρίσκεται το θωρηκτό, μακιγιαρισμένοι και φορώντας τουρμπάνια και τα κατάλληλα για την περίσταση κουστούμια. Έχει προηγηθεί ‘ένα τηλεγράφημα που αναγγέλλει την άφιξη του Αυτοκράτορα της Αβησσυνίας ο οποίος επιθυμεί να επισκεφθεί το πρώτο στο είδος του θωρηκτό της Βρετανικής Βασιλικής αρμάδας. Και αν για την υποδοχή το Βασιλικό Ναυτικό έχει απλώσει κόκκινο χαλί, όταν αποκαλύπτεται η πραγματικότητα μερικές μέρες αργότερα ο θόρυβος που ξεσπά είναι πολύ μεγάλος. Όλοι αυτοί που κατηγορούσαν την ομάδα έτσι κι αλλιώς για προσβολή των ηθών δεν θα χάσουν την ευκαιρία να συνεισφέρουν ακόμη περισσότερο στην κατασυκοφάντηση της.
Όπως και να ΄χει, αυτές οι εβδομαδιαίες συναντήσεις, πέρα από το ότι άνοιξαν για τη Βιρτζίνια ένα παράθυρο προς την ελεύθερη σκέψη, στάθηκαν και αφορμή για να γνωρίσει τον άνθρωπο που την συντρόφευσε σε όλη την υπόλοιπη ζωή της: τον Λέοναρντ Γουλφ. Ο Λέοναρντ ήταν επίσης φοιτητής στο Κέιμπριτζ και επίσης ένας μάλλον μοναχικός και πειθαρχημένος άνθρωπος. Η συμπάθεια μεταξύ τους ήταν εξαρχής αμοιβαία αλλά η επιλογή του γάμου μεταξύ τους οχτώ χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία ήταν περισσότερο προϊόν ώριμης σκέψης παρά ερωτικού ενθουσιασμού. Η Βιρτζίνια ήταν αρκετά ξεκάθαρη μαζί του εξαρχής για το ότι δεν νιώθει μεγάλη έλξη προς το ανδρικό φύλο αλλά η σχέση τους ήταν τόσο δυνατή ώστε να αποφασίσουν να το κάνουν. Και απ’ ό, τι φαίνεται ήξεραν τι έκαναν αφού η σχέση αυτή δεν θα διακοπεί παρά με τον εκούσιο θάνατο της Βιρτζίνια μετά από 29 χρόνια. Αυτός ο γάμος, που σ’ ένα βαθμό έγινε και για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας, στάθηκε ένα από τα σημαντικότερα καταφύγια της Γουλφ απέναντι στους δαίμονες που την πολιορκούσαν.
Πέρα από την επιλογή του να περάσουν τη ζωή τους μαζί, συνδέθηκαν και μέσα από την επιλογή ν’ ανοίξουν έναν μικρό εκδοτικό οίκο, τον Hogarthpress, από όπου πέρασαν πολλά καινούρια ακόμη ονόματα όπως η Γερτρούδη Στάιν, ο Έλιοτ άλλα και μεταφράσεις από Ράινερ Μαρία Ρίλκε αλλά και Φρόυντ του οποίου την δουλεία παρακολουθούσαν μ’ ενδιαφέρον. Φυσικά εκεί τυπώθηκαν και έργα των ίδιων προτού η Βιρτζίνια γίνει αρκετά δημοφιλής ώστε να μην μπορεί ο συγκεκριμένος οίκος να ανταπεξέλθει στις εκδοτικές απαιτήσεις.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο Λέοναρντ Γούλφ υπήρξε καταπιεστικός απέναντι στη σύζυγο του καθώς φρόντιζε συνεχώς γι΄ αυτήν και όποτε φαινόταν να χάνει την εσωτερική της ισορροπία, την προέτρεπε ν’ ακολουθήσει μια πιο λιτή και πειθαρχημένη ζωή στην εξοχή. Άλλωστε τα πηγαινέλα ανάμεσα στο Λονδίνο και το εκάστοτε εξοχικό στην επαρχία δεν έπαψαν ποτέ.
Πάντως, μέσα από προσωπικά κείμενα της Γούλφ όπως ημερολόγια, επιστολές κ.α , ξεδιπλώνεται μια σχέση που δείχνει ιδιαίτερα ισορροπημένη ανάμεσα στο σεβασμό και την αγάπη, την αυτονομία και την αυταπάρνηση, την ειλικρίνεια και το παιχνίδι. Όπως επίσης το γράμμα που άφησε πίσω της η Βιρτζίνια στις 28 Μαρτίου του 1941 όταν αναζήτησε τον θάνατο στα ορμητικά νερά του ποταμού Ουζ, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας:
“Μου χάρισες την μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία. Ήσουν για μένα όλα όσα μπορεί να είναι κάποιος για κάποιον άλλο. Δεν πιστεύω ότι δύο άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι-μέχρι που ήρθε η αρρώστια.”
Είναι αρκετά δύσκολο να πει κανείς από τι ακριβώς έπασχε η Γουλφ και τι ήταν αυτό που τη βασάνιζε κατά διαστήματα από νεαρή ηλικία και μέχρι το τέλος της ζωής της. Μάλλον σήμερα η διάγνωση θα μιλούσε για μανιοκαταθλιπτική διαταραχή. Χαρακτηριστικά συμπτώματα της ασθένειάς της ήταν οι έντονες εναλλαγές διάθεσης με την μορφή επεισοδίων μανίας ή κατάθλιψης και με τα οποία η Βιρτζίνια ήταν αναγκασμένη να περάσει όλη τη ζωή της χωρίς κανένας γιατρός να καταφέρει ποτέ να την ανακουφίσει. Και αυτό που έχει σημασία, πέρα από την πολύχρονη ψυχική ταλαιπωρία που την οδήγησε στο θάνατο, είναι ότι από το 1904, όταν αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει πέφτοντας απ’ το παράθυρο, κι έπειτα το περιβάλλον γύρω της τη θεωρούσε τρελή. Αυτό τόσο στις σχέσεις της με το στενό της περιβάλλον όσο και σε σχέση με τη φήμη που ακολούθησε τις λογοτεχνικές και τεχνοκριτικές της επιδόσεις.
Το γεγονός αυτό έχει μια ιδιαίτερη σημασία γιατί η Βιρτζίνια έδινε αρκετά μεγάλη βαρύτητα στο θαυμασμό και την αποδοχή των άλλων. Έτσι η κούραση που απαιτούσε ο διαρκής αγώνας απέναντι στους εφιάλτες της από τη μία και η προσπάθεια που κατέβαλλε για να δείχνει καλά και να προχωρά με το γράψιμο από την άλλη, έκαναν την ένταση μέσα της αφόρητη. Στο απόγειο αυτών των κρίσεων αυτή και ο Λέοναρντ αποσύρονταν στην εξοχή όπου με την φροντίδα του δεύτερου ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο καθημερινό πρόγραμμα.
Όπως είναι λογικό η εμπειρία της ασθένειας επηρέασε τον τρόπο γραφής της αφού συχνά στα μυθιστορήματά της παρουσιάζει τη σύγχυση του σύγχρονου ανθρώπου και την σύγκρουση ανάμεσα στην εξωτερική πραγματικότητα και στην εσωτερική.
Συχνά ανησυχούσε πώς οι κριτικοί και οι αναγνώστες ασχολούνταν μαζί της όχι επειδή έγραφε καλά αλλά επειδή ήταν μια γυναίκα διαφορετική από τις άλλες. Το 1922 γράφει στο Ημερολόγιό της:
“Αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι το μόνο ενδιαφέρον που προκαλώ σαν συγγραφέας προέρχεται από την παράξενη προσωπικότητά μου…”
Αυτό δεν ακούγεται πολύ υπερβολικό αν σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και σήμερα ο θρύλος θέλει να παρουσιάζει τη Β. Γούλφ σαν μια γυναίκα μελαγχολική και αυτοκαταστροφική. Το ότι τ’ όνομά της παρέπεμπε για πολλά χρόνια στα σκοτεινά ένστικτα και τον θάνατο είναι κάτι που φαίνεται και από την επιλογή του τίτλου του θεατρικού έργου του Έντουαρντ Άλμπυ ‘’ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ’’ που ανέβηκε το 1962 στο Μπρόντγουαιη. Στην εισαγωγή της ελληνικής μετάφρασης του έργου διαβάζουμε:
“…Τον αινιγματικό τίτλο του έργου ο Άλμπυ τον βρήκε γραμμένο στον τοίχο ενός δημόσιου ουρητηρίου της Νέας Υόρκης. Το αλάνθαστο αισθητήριο του συγγραφέα τον οδήγησε στην επιλογή ενός τίτλου που εκφράζει με τον πιο εύστοχο τρόπο την ουσία του έργου του. Την αγωνία και το δέος μπροστά στην τρέλα και τον θάνατο, που οδήγησαν στην αυτοκτονία την μεγάλη αγγλίδα συγγραφέα Β. Γούλφ.”
Καίτη Κασιμάτη-Μυριβήλη
Αυτό όμως που συχνά παραβλέπεται είναι ότι ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα που πάλεψε με την καταστροφική της πλευρά όσο μπορούσε, που είχε έναν μοναδικό τρόπο ν’ απολαμβάνει τη ζωή αλλά και να μεταμορφώνει την κόλασή της σε δημιουργία. Έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολο στην δική της περίπτωση όπως και σε τόσες άλλες, το να διαχωρίσει κανείς τη σπίθα που πυροδοτούσε την ευφυΐα της από αυτήν που πυροδότησε την έκρηξη που την παρέσυρε στον χαμό της.
Αυτό που έχει σημασία να κρατήσει κανείς πάντως είναι ότι η σύγκρουσή της με τον εαυτό της ήταν συχνά η μεταφορά της σύγκρουσής της μ’ έναν ασφυκτικό περίγυρο, εσωτερικευμένη και ανατροφοδοτημένη από έναν συνεχή πόλεμο από κριτικούς και συκοφάντες.
Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η Γουλφ ήξερε πολύ καλά πώς να ερεθίζει τα πνεύματα και το ‘κανε αρκετά στοχευμένα και καυστικά.
Αν περάσουμε δηλαδή στο “φεμινιστικό” κομμάτι του έργου της θα δούμε πώς με χαρακτηριστικό τρόπο χάραξε νέα μονοπάτια στις αντιλήψεις γύρω από τα φύλα ερχόμενη σε σύγκρουση τόσο με τις παγιωμένες αντιλήψεις της πατριαρχικής αγγλικής κοινωνίας του παρελθόντος όσο και μ’ ένα κομμάτι του πρόσφατα γεννημένου εκεί φεμινισμού στον οποίο δεν δίστασε να διακρίνει μία τάση αντιστροφής της αντρικής κυριαρχίας και αντικατάστασής της από μια αντίστοιχη γυναικεία.
Σε βιολογικό-φυσικό επίπεδο η Γουλφ δεν αναγνωρίζει κάποια διάκριση των φύλων τείνοντας περισσότερο προς την άποψη ότι το ανθρώπινο μυαλό είναι ανδρόγυνο, χωρισμένο σε δύο τμήματα ένα θηλυκό και ένα αρσενικό. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι άντρες τείνουν να χρησιμοποιούν περισσότερο το αρσενικό κομμάτι και οι γυναίκες το θηλυκό. Η επιτυχία τόσο στη συγγραφή όσο και σε πολλά άλλα επίπεδα έρχεται με το συγκερασμό των δύο αυτών τμημάτων. Η άποψη περί του ερμαφρόδιτου καλλιτέχνη επανέρχεται συχνά σε πολλά κείμενά της.
Με άλλα λόγια δεν υπερασπίζεται αυτό που θα ονομάζαμε γυναικεία γραφή αλλά ούτε και την στείρα αντιγραφή των ανδρικών μεθόδων από γυναίκες συγγραφείς, αλλά προτάσσει την αποδόμηση των φύλων. Στο “ένα δικό σου δωμάτιο” το οποίο αποτελεί περαιτέρω ανάπτυξη δύο διαλέξεων που είχε δώσει το 1928 με θέμα ‘’γυναίκες και πεζογραφία’ αναφέρει:
“Θα ήταν φοβερό κρίμα αν οι γυναίκες έγραφαν σαν τους άντρες ή ακόμα κι αν έμοιαζαν με τους άντρες, γιατί τη στιγμή που δεν επαρκούν δύο φύλα, αν λάβουμε υπόψη την απεραντοσύνη και ποικιλομορφία του κόσμου, πώς θα τα βγάζαμε πέρα με ένα και μόνο; Δεν όφειλε η μόρφωση να προβάλλει και να ενισχύει τις διαφορές μάλλον παρά τις ομοιότητες ανάμεσα σ’ αυτά; Γιατί ακόμα κι έτσι έχουμε πολλές ομοιότητες, και τίποτα δεν θα προσέφερε μεγαλύτερη υπηρεσία στην ανθρωπότητα, από το να γυρίσει κάποιος εξερευνητής και να μας πει για άλλα φύλα, που κοιτάζουν ανάμεσα από τα κλαδιά άλλων δέντρων σε άλλους ουρανούς. και κόντρα σ’ αυτό θα είχαμε και την απέραντη ικανοποίηση να δούμε τον καθηγητή χ να τρέχει να φέρει τις μεζούρες του για ν’ αποδείξει πως αυτός είναι ανώτερος.”
Ούτε λοιπόν μιλάμε για μια ισοπεδωτική εξίσωση των φύλων ούτε και για μια οχύρωση πίσω από τα στεγανά του καλά δομημένου μέσα από το αντρικό βλέμμα τόσων αιώνων γυναικείου φύλου αλλά για το ξεπέρασμά τους. Εξάλλου η ιδέα περί ανωτερότητας του ενός ή του άλλου φύλου της προκαλεί τον σαρκασμό και την ειρωνεία προς τους ερμηνευτές της. Στο ένα δικό σου δωμάτιο δηλώνει ξεκάθαρα την πεποίθηση ότι η ανάγκη για απόδειξη περί κατωτερότητας των γυναικών έχει να κάνει με την ματαιόδοξη προσπάθεια της αντρικής κυρίαρχης τάξης ν’ αναγάγει τον εαυτό της σε καλύτερο του μισού πληθυσμού της γης.
Συνεπώς αυτό που αντιλαμβάνεται πρωτίστως είναι ότι το πρώτο και σημαντικό βήμα είναι το να αρνηθεί κανείς όλα τα εδραιωμένα ταμπού γύρω από τη φύση των φύλων και τα χαρακτηριστικά τους και ταυτόχρονα να αρχίσει η χειραφέτηση και με υλικούς όρους. Εξάλλου αυτός είναι και ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το “ένα δικό δωμάτιο”. Οι κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες που καταστούν την ενασχόληση μιας γυναίκας με την συγγραφή ή με την τέχνη γενικότερα τόσο εξαιρετικά δύσκολη. Από ’κει προέρχεται και ο τίτλος του βιβλίου που παραπέμπει στο χώρο και τον χρόνο που απαιτείται για την συγγραφική δημιουργία και που οι περισσότερες γυναίκες δεν διαθέτουν γιατί είτε δουλεύουν είτε ασχολούνται με το νοικοκυριό.
Το πιο ενδιαφέρον και κατατοπιστικό σε σχέση μ’ αυτό κομμάτι είναι το κομμάτι που μιλάει για την φανταστική αδερφή του Σαίξπηρ. Εξηγεί πώς αν ο Σαίξπηρ είχε μια αδερφή, εξίσου προικισμένη και ορεξάτη μ’ αυτόν, η ζωή της θα ήταν τελείως διαφορετική από του αδερφού της. Δεν θα έκανε βόλτες στους αγρούς κυνηγώντας κουνέλια σαν παιδί ούτε θα έβγαινε έξω να γνωρίσει αυτή την μεγάλη γκάμα αλλόκοτων ανθρώπων που τριγυρνούσαν στους δρόμους και στα καπηλειά της εποχής. Σίγουρα δεν θα πήγαινε σχολείο και πιθανότατα δεν θα ήξερε καν γράμματα. Αν ήξερε θα προσπαθούσε να ξεκλέψει λίγο χρόνο ανάμεσα στο μαγείρεμα και το μαντάρισμα για να ρίξει καμιά ματιά στα βιβλία του αδερφού της. Μετά θα έπρεπε να παντρευτεί, και ίσως αν δεν ήθελε μπορεί να το έσκαγε από το σπίτι. Θα πήγαινε στο Λονδίνο ζητώντας δουλειά σε κάποιο θέατρο σαν τον αδερφό της. Θα γελούσαν πολύ αυτοί που θα άκουγαν την παράλογη απαίτηση της. Αν ήταν τυχερή κάποιος διευθυντής θα την λυπόταν ώσπου η Τζούλια (αυτό είναι το υποθετικό της όνομα) θα ανακάλυπτε πως έμεινε έγκυος από αυτόν τον κύριο και θα αυτοκτονούσε κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ χωρίς ν’ αφήσει πίσω της τίποτα που να θυμίζει τη θλιβερή της ιστορία.
Βέβαια μετά εξηγεί πως δεν θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς εύκολα να υπάρχει αυτή η μεγαλοφυΐα ανάμεσα στις γυναίκες που από όταν γεννιούνταν μάθαιναν μόνο τα απαραίτητα για τις δουλείες του σπιτιού.
Με άλλα λόγια θα λέγαμε ότι υποστηρίζει ότι οι γυναίκες συγγραφείς γράφουν διαφορετικά από τους άντρες όχι διότι έχουν διαφορετικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά αλλά εξαιτίας της διαφορετικής κοινωνικής τους θέσης. Αναγνωρίζει δηλαδή ότι η έμφυλη ταυτότητα είναι κοινωνικά διαμορφωμένη και συνεπώς μπορεί να αμφισβητηθεί και ν’ αλλάξει.
Κατά τ’ άλλα απορρίπτει τη φεμινιστική συνείδηση και επιθυμεί η θηλυκότητα της να παραμένει ασυνείδητη στα γραπτά της απορρίπτοντας τη σύγκρουση αντρικό-γυναικείο γραπτό.
Πάντως αναγνωρίζει και η ίδια ότι υπήρξε παγιδευμένη στις κυρίαρχες ιδέες για τη γυναικεία φύση αλλά και στο ταμπού που δεν επέτρεπε τότε να εκφραστεί το γυναικείο ερωτικό πάθος και το οποίο δεν της επέτρεψε να μιλήσει για την προσωπική εμπειρία του σώματός της.
Γιατί αν οι ερωτικές σχέσεις με τους άντρες ήταν όπως είπαμε σχεδόν ανύπαρκτες δεν ισχύει το ίδιο και για τις σχέσεις με τις γυναίκες. Ξεκινάνε από την εφηβεία της όταν γοητεύεται από διάφορες γυναίκες του περιβάλλοντός της αρκετά μεγαλύτερες από αυτήν και με τις οποίες διατηρεί μια πλατωνική σχέση όπως η Βαιολετ Ντικινσον που είχε επιφορτιστεί με την ανατροφή της. Μετά τα τριάντα της όμως ενδιαφέρεται κυρίως για γυναίκες που μοιράζονται το πάθος της για τη λογοτεχνία. Πρώτη απ’ αυτές ήταν η Κάθρην Μανσφηλντ. Η γνωριμία τους κράτησε περίπου έξι χρόνια κατά τα οποία οι δύο γυναίκες περνούσαν αρκετό χρόνο μαζί και έκαναν έντονη κριτική και κουβέντα γύρω από τα βιβλία που εξέδιδε η καθεμία τους. Εξ’ άλλου η Βιρτζίνια έγραψε την Κυρία Ντάλαγουαιυ και με σκοπό να θαμπώσει την Κάθρην. Ο θάνατος της τελευταίας το 1923 αφήνει τη φίλη της απαρηγόρητη.
Το ερωτικό πάθος όμως της Βιρτζίνια ξεδιπλώνεται πιο έντονα με τη γνωριμία της με τη Βίτα Σακβιλ-Γουέστ. Όπως όλος ο κόσμος η Βιρτζίνια δεν αγνοούσε ότι η Βίτα ήταν ομοφυλόφιλη και αυτός ο κραυγαλέος τρόπος ζωής της ίδιας και του συζύγου της, επίσης ομοφυλόφιλου της δημιουργούσαν κάποια αμηχανία. Από την άλλη η προσωπικότητά της και το παρελθόν της, της κέντριζαν το ενδιαφέρον. Με τη Βίτα όλα δείχνουν ότι η Βιρτζίνια ανακαλύπτει άγνωστες μέχρι τότε ηδονές του έρωτα. Σε μία επιστολή της προς αυτήν η Βιρτζίνια γράφει με το χαρακτηριστικό της καυστικό χιούμορ: “Σ’ ολόκληρο το Λονδίνο εσύ κι εγώ είμαστε οι μόνες σύζυγοι που είναι ευχαριστημένες από το γάμο τους”. Όμως η Βίτα λίγο καιρό μετά αρχίζει να την παραμελεί επιλέγοντας καινούριες συντρόφους. Μέσα στον πόνο και την κατάθλιψη που προκαλεί στην Βιρτζίνια αυτό το γεγονός ωθείται να γράψει ένα μυθιστόρημα για την ερωμένη της με την κρυφή επιθυμία να την ξανακερδίσει.
Το Ορλάντο είναι μια φανταστική βιογραφία του-της Ορλάντο που απλώνεται από τον δέκατο έκτο μέχρι τον εικοστό αιώνα διάστημα κατά το οποίο ο Ορλάντο μεταμορφώνεται σε γυναίκα. Είναι εμπνευσμένο σε μεγάλο βαθμό από τη ζωή της Βίτα και αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα μυθιστορήματά της. Από λογοτεχνική άποψη αποτελεί περισσότερο μια άσκηση γραφής γι’ αυτήν σε σχέση με τα υπόλοιπα έργα που επιδιώκουν μια μεγαλύτερη ψυχική εμβάθυνση. Από μια άλλη άποψη φαίνεται σαν η Βιρτζίνια, εντυπωσιασμένη από τον καινούριο κόσμο που ανοίγεται μπροστά της, να θέλει να πειραματιστεί και στο γράψιμο μ’ έναν πιο ευχάριστο και παιχνιδιάρικο τρόπο απ’ ότι συνήθιζε. Όπως και να ‘χει το έργο είναι εντυπωσιακό και πετυχαίνει το σκοπό του σ΄ ένα βαθμό αφού η Βίτα επιστρέφει σ΄ αυτήν αλλά μόνο για λίγο. Το 1928 η σχέση τους τελειώνει παρόλο που οι δυό τους θα συνεχίσουν να βρίσκονται σ’ ένα φιλικό επίπεδο.
Πριν από αυτό όμως η Βίτα την σύστησε στην τελευταία μεγάλη φίλη της ζωής της την Έθελ Σμίθ η οποία το 1930 που γνωρίστηκαν ήταν εβδομήντα δύο ετών. Συνθέτρια και αρκετά εκκεντρική για την εποχή και για την ηλικία της η Έθελ είναι μια από τις πρωτοπόρους του κινήματος των σουφραζέτων υπόθεση που της κόστισε και αρκετούς μήνες φυλακής. Παρόλο που η σχέση τους θα παραμείνει πλατωνική θα αποτελέσει ένα ιδιαίτερο έναυσμα για τη Βιρτζίνια να ασχοληθεί με τους φεμινιστικούς αγώνες. Ταυτόχρονα η γυναίκα αυτή θα γίνει μια πολύ αγαπημένη φίλη και αντικείμενο θαυμασμού γι’ αυτήν. Και όπως η Κυρία Νταλαγουαιη συναισθηματικά ανήκει στην Κάθρην και όπως επίσης για τη Βίτα ρίχτηκε στην περιπέτεια του Ορλάντο στην Έθελ δεν θα διστάσει να χαρίσει την αυτοβιογραφία της.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι η Βιρτζίνια Γούλφ δεν έζησε μία αλλά πολλές ζωές, καταφέρνοντας να διευρύνει τα όρια που την περιέβαλαν. Χωρίς να σταθεί στην “στερεά ουσία του κόσμου” αλλά επιχειρώντας να βρει τις συνδέσεις και τις αλληλουχίες κατάφερε να σπάσει το φράγμα της απλής λογοτεχνικής περιγραφής μιλώντας για την δίχως όρια ροή της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως προέτρεπε και τους άλλους συγγραφείς έτσι και η ίδια έψαξε μέσα από τα γραπτά της όχι για εκείνα που την διαφοροποιούν από τους άλλους αλλά για εκείνα που τους αφορούν όλους.
Έζησε ανάμεσα στα άκρα περνώντας από την μοναξιά και την τρέλα στην απόλυτη ευτυχία και την κοσμικότητα. Ήρθε σε σύγκρουση με όλες τις ως τότε υπαρκτές θεωρίες γύρω από τα φύλα και τη γυναικεία φύση μιλώντας για την απελευθέρωση από τα δεσμά της έμφυλης πραγματικότητας. Ερωτεύτηκε με πάθος και αγάπησε με σεβασμό και ειλικρίνεια.
Το σημαντικότερο είναι ότι αρνήθηκε να ταιριάξει σε οποιαδήποτε νόρμα, σε οποιοδήποτε καλούπι που θα την υποχρέωνε να μείνει στάσιμη και να προσαρμοστεί στα χαρακτηριστικά ενός μονοδιάστατου ανθρώπου. Αρνήθηκε τον ρόλο του απομακρυσμένου από την κοινωνία καλλιτέχνη, τον ρόλο της υποταγμένης συζύγου, της παραιτημένης ψυχασθενούς, της αγκυλωμένης θεωρητικά φεμινίστριας, της ομοκανονικής λεσβίας.
Μάλλον αυτό που στην ουσία τόλμησε ήταν ν’ αγκαλιάσει όλ’ αυτά τα διαχωρισμένα κομμάτια της, να τα’ αγαπήσει αλλά και να τα προχωρήσει παραπέρα’ να μοιράσει στον κόσμο γύρω της όλα όσα αυτός της προσέφερε μεταμορφωμένα από την πνοή που τους έδωσε. Να βρει τη ροή που συνδέει τα φαινομενικά ασύνδετα απαιτώντας στην ουσία το αδύνατο. Και επέλεξε η ίδια την στιγμή που θα φύγει από τον κόσμο των θνητών σαν να αρνιόταν κι απ’ τον θάνατο την ίδια του την εξουσία.