Επιλέξαμε σήμερα να μιλήσουμε για το ρόλο που μπορεί να παίξει το ζήτημα των φύλων και της σεξουαλικότητας στη διαμόρφωση των κοινών και πως αποτυπώνεται η έμφυλη διάσταση στις περιφράξεις.
Η έμφυλη διάσταση των περιφράξεων είναι τόσο παλιά όσο και οι ίδιες οι περιφράξεις, Οι περιφράξεις αποτελούν ένα κομμάτι της ιστορίας που επιβλήθηκε βίαια και άλλαξε παγκοσμίως τις συνθήκες ζωής των πληθυσμών. Οι περιφράξεις τον 14ο αιώνα ( περίφραξη των κοινών γαιών και περίφραξη στη μετακίνηση) συνοδεύτηκαν από άλλες “περιφράξεις” όπως την περίφραξη της ιατρικής γνώσης από τον αγροτικό πληθυσμό και την περίφραξη του ελέγχου της αναπαραγωγής από τις κοινότητες. Κομμάτι της επιβολής των περιφράξεων και κατάλυσης των κοινών, αποτέλεσε το κυνήγι και οι δίκες των μαγισσών που έφτασαν στο αποκορύφωμά τους στα τέλη του 16ου αιώνα.. Το κυνήγι και οι δίκες των μαγισσών αποτέλεσαν μέθοδο φυσικής εξόντωσης των ανεξάρτητων γυναικών και αποτελεσματικό μηχανισμό καθυπόταξης εκείνων των κομματιών του αγροτικού πληθυσμού (γυναικείου και αντρικού) που εξεγειρόταν. Βοήθησαν στην απαλλοτρίωση της λαϊκής ιατρικής γνώσης και την εγκαθίδρυση της ιατρικής ως επίσημης κερδοφόρας επιστήμης ασκούμενης αποκλειστικά από άντρες. Συνετέλεσαν στο χτίσιμο μιας ιστορικής παρακαταθήκης κατασταλτικών μηχανισμών στο γυναικείο σώμα και στην μετατροπή του σώματος αυτού σε αποκλειστικά αναπαραγωγικού, ποινικοποιώντας τη μη αναπαραγωγική σεξουαλικότητα και δημιουργώντας νέα έμφυλα στερεότυπα. Τα στερεότυπα αυτά έθεσαν πια τις βάσεις για την άμισθη γυναικεία οικιακή εργασία και την ανάδυση της πυρηνικής οικογένειας ως οικονομικής και κοινωνικής μονάδας μέσα στον καπιταλισμό.
Από την ανάδυση του καπιταλισμού, μέχρι και σήμερα, οι περιφράξεις αποτελούν τη διαρκή βία που μας ξεριζώνει από τα μέσα διαβίωσής μας, μας αποσπά από τις κοινωνικές μας σχέσεις και μας στερεί τον έλεγχό πάνω στις ζωές μας, για να μας παραδώσει στην καπιταλιστική σχέση. Είναι η δύναμη που μας διαχωρίζει από την ίδια μας τη δραστηριότητα για να μας τη ξανασερβίρει ως παραγωγή και κατανάλωση εμπορευμάτων. Είναι η καπιταλιστική στρατηγική που μας κλέβει τον κόσμο ως συλλογική δημιουργία για να μας τον επιστρέψει ως πράγμα, ως αντικείμενο, ως εμπόρευμα. Οι περιφράξεις είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της συσσώρευσης, η υπόγεια συνθήκη της ίδιας της ύπαρξης του κεφαλαίου, η συνεχής βία που εγγυάται την επιβίωση της καπιταλιστικής σχέσης.
Με δεδομένη αυτή την αντίληψη για τα κοινά και τις περιφράξεις, αντίληψη που άλλωστε ευελπιστούμε ότι μοιραζόμαστε με αρκετούς από σας, θα προχωρήσουμε στη διατύπωση μιας κριτικής που φιλοδοξεί να φωτίσει την έμφυλη διάσταση των περιφράξεων αλλά και ζητήματα έμφυλων αποκλεισμών από τα κοινά. Μέσα και δίπλα στις καπιταλιστικές περιφράξεις αναγνωρίζουμε διαδικασίες, μηχανισμούς και λόγους που ενισχύουν τους έμφυλους διαχωρισμούς . Διακρίνουμε πρακτικές και στρατηγικές εξουσίας που ισχυροποιούν την ετεροκανονικότητα και μας εγκλωβίζουν σε σεξουαλικές και έμφυλες ταυτότητες. Αντιλαμβανόμαστε τις έμφυλες περιφράξεις ως εκείνη τη διαρκή βία, άλλοτε υπόγεια και άλλοτε κραυγαλέα, που μας αποσπά από τους πολλαπλούς μας τρόπους ύπαρξης και συνάντησης και μας επιβάλει τη βίωση του κόσμου και των εαυτών μας μόνο μέσα από παγιωμένες, φυσικοποιημένες κατηγορίες. Μπορούμε να συμμετέχουμε στην κοινωνική ζωή μόνο ως ακατάπαυστα αυτοεπιβεβαιούμενες αρρενωπότητες, ως εύθραυστες θηλυκότητες, ως αναπαραγωγικές μηχανές στην υπηρεσία της δημογραφικής πολιτικής του έθνους, ως άμισθες, άοκνες εργάτριες για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Όποια πτυχή της ζωής μας δε χωράει σε αυτές τις κατηγορίες αποκλείεται από τη δημόσια σφαίρα, εξοβελίζεται από τα κοινά.
Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για μας ο τρόπος με τον οποίο τα φύλα κατασκευάζουν και κατασκευάζονται στο χώρο και ειδικότερα στη δημόσια σφαίρα ( έναν τόπο από τον οποίο αντλούν πολλά τα σημερινά κοινά). Θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να ισχυριστούμε πως τα παγιωμένα αντιθετικά δίπολα της νεωτερικότητας ( δημόσιο /ιδιωτικό, γυναίκα άντρας) δεν υπάρχουν πια ως τέτοια. Για παράδειγμα, η παραδοσιακά εκτοπισμένη στην ιδιωτική σφαίρα γυναίκα κατέλαβε τη θέση της στον δημόσιο χώρο μέσω της κατανάλωσης και της εργασίας. Υπάρχουν όμως διαφορετικοί χώροι στους οποίους τοποθετούνται πολιτισμικά τα φύλα.
Η σχέση φύλου και κοινού/δημόσιου χώρου μπορεί να ειδωθεί όχι μόνο μέσω της απουσίας αλλά και μέσω μιας «υπό όρους» παρουσίας των φύλων σε αυτόν. Η παραδοσιακά εκτοπισμένη στην ιδιωτική σφαίρα γυναίκα παρουσιάζεται στον «ελεύθερο» δημόσιο χώρο μέσω του σώματός της το οποίο μετατρέπεται σε «κοινό πόρο», σε δημόσιο τόπο. Σημειώνουμε δύο παραδείγματα, σε σχέση με τη σεξουαλικότητα και την αναπαραγωγή. Μέσω της πορνείας η γυναίκα, ως «κοινή γυναίκα»/πόρνη καλείται να ικανοποιήσει το αντρικό σώμα στον δημόσιο αστικό χώρο. Παράλληλα, ως μηχανή αναπαραγωγής, αντιμετωπίζεται ως πεδίο δημόσιας δράσης. Οι λειτουργίες του γυναικείου σώματος γίνονται από ιατρική, νομική και διοικητική άποψη δημόσιες σε ό,τι αφορά την αναπαραγωγική διαδικασία, δηλαδή σε ό,τι αφορά την κύηση, τον τοκετό και τη γέννα που επιτελούνται σε δημόσια νοσοκομεία. Οι έμφυλα κατανεμημένοι ρόλοι της οικιακής εργασίας και της κοινωνικής αναπαραγωγής αλλά και η επιτακτική μητρότητα αποτελούν θεμέλιο λίθο του καπιταλισμού, της παραγωγής και της αναπαραγωγής, της ιεραρχικής οργάνωσης του κοινωνικού σώματος. Σε αυτή τη συνθήκη οι γυναίκες αντιμετωπίζονται και χρησιμοποιούνται ως κοινό αγαθό ή ως κοινός πόρος πλούτου και υπηρεσιών, που μπορεί να περιφράσσεται και να εμπορευματοποιείται. Δηλαδή, στις κοινωνίες των περιφράξεων, οι γυναίκες όχι μόνο διαχωρίζονται από τους πόρους και τα μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής (αυτό σημαίνει περίφραξη) αλλά και οι ίδιες αντιμετωπίζονται ως πόροι, δηλαδή πραγμοποιούνται. Έχει σημασία, λοιπόν, για μας να προσεγγίσουμε την έννοια των κοινών με τέτοιο τρόπο που δεν θα επιτρέπει την πρόσληψη σωμάτων, ταυτοτήτων και λειτουργιών ως κοινούς πόρους, ως δημόσια πεδία πρόσβασης ή περίφραξης.
Επιχειρήσαμε να δούμε την έμφυλη διάσταση των κοινών μέσα από το παράδειγμα του αστικού χώρου. Συχνά οι σχέσεις φύλου και χώρου ορίζονται (και) μέσα από αφηγήσεις αποκλεισμών και περιφράξεων. Τέτοιες αφηγήσεις θα επιχειρήσουμε και εδώ εξετάζοντας μέσα από παραδείγματα τη σχέση του φύλου με τον δημόσιο/κοινό αστικό χώρο.
Παράδειγμα 1
Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη έχει αναρτήσει στο site της Ελληνικής αστυνομίας τον «Οδηγό του πολίτη». Ένα εγχειρίδιο με χρήσιμες συμβουλές για θέματα ναρκωτικών, κλοπών, οδικής ασφάλειας κ.α. Σ’ αυτές διαβάζουμε ειδικές συμβουλές για γυναίκες. Μαθαίνουμε λοιπόν πως: πρέπει να μένουμε μακριά από σοκάκια ή στενούς δρόμους. Να μη μπαίνουμε σε ασανσέρ με αγνώστους. Να μη δεχόμαστε κεράσματα από αγνώστους και αν αφήσουμε το ποτό μας αφύλακτο, ακόμα και για μισό λεπτό, να μη διανοηθούμε να ξαναπιούμε απ’αυτό, Μετά τη δύση του ηλίου, εάν είναι απαραίτητο να μετακινηθούμε με τα πόδια σε σκοτεινές περιοχές, να φροντίσουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικές. Να βαδίζουμε στην εσωτερική πλευρά του τοίχου, κρατώντας τη τσάντα πάντα κλειστή. Πάντα κάποιος γνωστός να γνωρίζει ακριβώς που είμαστε.
Οι γυναίκες στις μέρες μας λοιπόν χρειάζονται ιδιαίτερες κατευθύνσεις για τον τρόπο με τον οποίο θα βαδίζουν, θα συναναστρέφονται, θα κυκλοφορούν. Γιατί η εποχή μας είναι δύσκολη κι η πόλη ένα επικίνδυνο μέρος για μια κοπέλα να ζει. Αν μια γυναίκα ξέχασε ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει θύμα βιασμού ή κλοπής, ότι πρέπει να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα στα σκοτεινά δρομάκια, να φοβάται και να συνοδεύεται πάντα από κάποιον που είναι άντρας αρκετά ώστε να την προστατέψει, οι οδηγίες τoυ υπουργείου της το ξαναθυμίζουν. Μέσα από αυτές τις οδηγίες βλέπουμε έναν ακόμα μηχανισμό πειθάρχησης και ελέγχου των γυναικών. Μια υπαγόρευση των χώρων και του ωραρίου που μπορούν να κυκλοφορούν. Εμπεδώνεται η ανασφάλεια και ο φόβος μέχρι να ενσωματωθούν και να εσωτερικευθούν πλήρως οι εντολές από τα υποκείμενα. Η γυναίκα γίνεται ορατή στο δημόσιο χώρο με όρους θυματοποίησης, αδυναμίας, κατωτερότητας.
Η παραγωγή ενός τέτοιου λόγου ορίζει τα κέντρα των αστικών πόλεων ως τόπους με έντονη εγκληματικότητα και καθιστά σχεδόν βέβαιη μια επίθεση, ιδιαίτερα κατά τις βραδινές ώρες. Ποιον όμως θέλει να προστατεύσει το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη από αυτές τις επιθέσεις? Ποιος αναγνωρίζεται τελικά ως πολίτης? Η έννοια του πολίτη παράγεται μέσα από τον διαχωρισμό του πληθυσμού σε Έλληνες και μετανάστες, αποκλείοντας όσους δεν ανήκουν στα φυσικοποιημένα όρια του έθνους-κράτους. Σε αυτήν την διαδικασία παράγεται άλλες φορές ρητά και άλλες υπόρρητα το υποκείμενο μετανάστης ως εχθρός και απειλητικός άλλος. Δεν θα αμφισβητήσουμε τον γεγονός πως αρκετοί χώροι της πόλης έχουν γίνει όχι μόνο αφιλόξενοι αλλά και επικίνδυνοι. Η βία αυτή όμως εμφανίζεται ως γνώρισμα των μεταναστών και όχι ως απόρροια των καπιταλιστικών σχέσεων που γεννούν ανισότητες φτώχεια και εξαθλίωση. Η κατασκευή αυτού του «κοινού» προβλήματος με όρους έκτακτης ανάγκης, η αίσθηση της κοινής απειλής, εγκαλεί τη συναισθηματική συμμετοχή των Ελλήνων πολιτών ώστε να αντιμετωπισθεί συλλογικά. Η συναίνεση έχει επιτευχθεί, επομένως οι κρατικές πολιτικές, οι συλλήψεις, οι σκούπες, το καθεστώς αστυνόμευσης και οι αναπλάσεις περιοχών φαντάζουν ως η μόνη επιλογή για τη διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας. Ταυτόχρονα συμβάλλει στην αναπαραγωγή ρατσιστικού λόγου και νομιμοποιεί βίαιες επιθέσεις και πρακτικές αυτοδικίας κατά των μεταναστών που έρχονται να καλύψουν την όποια αδυναμία περιφρούρησης αυτής της φαντασιακής κοινότητας του έθνους από τις κρατικές πολιτικές. Η συνθήκη αυτή υποκρύπτει και ηθελημένα αγνοεί το πώς εκφράζεται η πατριαρχική συνθήκη από τους Έλληνες άντρες: τους βιασμούς μεταναστριών, ντόπιων και τουριστριών, την υποτιμημένη γυναικεία εργασία, το trafficking. Ταυτόχρονα αποσιωπά αμέτρητα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, κρυμμένα κάπου στη σφαίρα του ιδιωτικού, αλλά και τις πολλαπλές μορφές καταπίεσης για παράδειγμα η ενδοοικογενειακή ή σεξουαλικοποιημένη βία βιώνεται διαφορετικά από μια μετανάστρια.
Παράλληλα, η οριοθέτηση του πολιτικού σώματος περικλείει άπειρες εσωτερικές ιεραρχήσεις στην κορυφή των οποίων τοποθετείται ο Έλληνας, ετεροσεξουαλικός, οικογενειάρχης άνδρας. Η ιδιότητα του πολίτη αποδίδεται στις γυναίκες υπό προϋποθέσεις, η βασικότερη των οποίων είναι η μητρότητα. Οι γυναίκες εντάσσονται στο έμφυλο σώμα του έθνους ως μάνες, αδελφές, σύζυγοι, ως ετεροφυλόφιλες δηλαδή γυναίκες που επιτελούν το φύλο τους και ανταποκρίνονται στο πρόταγμα της εθνικής αναπαραγωγής. Ως τέτοιες χρήζουν προστασίας από τους άνδρες ομοεθνείς τους. Το ιδεώδες της αναπαραγωγής και η υλοποίηση του ή μη, παρέχει κοινωνική αναγνώριση στο υποκείμενο ως κανονικό ενώ εκτοπίζει στη επικράτεια του αδιανόητου και του αβίωτου κάθε μη αναπαραγωγική σεξουαλικότητα.
Ένα τέτοιο συμβουλευτικό εγχειρίδιο δε θα μπορούσε να απευθύνεται σε ομοφυλόφιλους με σκοπό να τους προστατεύσει από τις συχνές σεξιστικές επιθέσεις βίας, της οποίας είναι αποδέκτες , από την στιγμή που δεν αναγνωρίζονται ως τέτοια υποκείμενα μέσα στο πολιτικό σώμα. Η ένταξη τους σ’ αυτό γίνεται με περιορισμούς. Η ενσωμάτωση εθνικών προτύπων, η υπεράσπιση των κοινών συμφερόντων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ένταξη με όρους νομιμότητας αποκλείοντας την ίδια στιγμή trans, gay και λεσβίες μετανάστες/τριες αλλά και όσες και όσους αντιτίθενται σ’ αυτή τη βίαιη διαδικασία πολιτισμικής αναγνωρισιμότητας. Όταν η βία απευθύνεται σ αυτούς δεν νοείται ως εγκληματικότητα αλλά μάλιστα εμφανίζεται φυσικοποιημένη.
Παράδειγμα 2
Τον Μάιο του 2010 κάποιοι από εμάς συμμετείχαμε σε μία δράση στα πλαίσια ενός φεστιβάλ για την ομοφοβία. Η δράση αυτή είχε ως στόχο την διερεύνηση του δημόσιου χώρου ως προς την ορατότητα της ομοφυλοφιλίας. Σε αυτή τη δράση χωριστήκαμε σε 2 ομάδες των 10 ατόμων. Ένα γκέι ζευγάρι το οποίο θα συμπεριφερόταν όπως συμπεριφέρονται τα στρέητ ζευγάρια στο δημόσιο χώρο (εναγκαλισμοί και φιλιά), έκανε βόλτα σε κεντρικά σημεία της πόλης. Όσο εμείς επιτελούσαμε το γκέι ερωτευμένο ζευγάρι, οι υπόλοιποι της ομάδας παρακολουθούσαν τις αντιδράσεις των ανθρώπων τριγύρω μας. Στο δρόμο συναντήσαμε οικογένειες με παιδιά, όπου οι γονείς έκρυβαν τα παιδιά από τη θέαση ενός ομόφυλου φιλιού. Νέοι άντρες και γυναίκες έβριζαν ή χλεύαζαν. Από όπου κι αν περνούσαμε, ουσιαστικά ήμασταν το γεγονός που παραβίαζε τον ετεροφυλόφιλο χώρο.
Μεγαλώνοντας ως ομοφυλόφιλος, μαθαίνεις, από το σχολείο και την οικογένεια, μέχρι την τηλεόραση και την εθνική προπαγάνδα, ότι εάν γίνεις ορατός ως προς την ομοφυλοφιλία σου στο δημόσιο χώρο, κινδυνεύεις, από λεκτική ή ακόμα και σωματική βία. Αυτό δε συμβαίνει γιατί πάντα, σε οποιοδήποτε σημείο του δημόσιου χώρου, θα υπάρχει κάποιος που θα μπορεί να σου επιτεθεί, αλλά επειδή η ετεροφυλοφιλία έχει φυσικοποιηθεί στο δημόσιο χώρο, με αποτέλεσμα οτιδήποτε δεν περιλαμβάνεται σε αυτή να αποκλείεται.
Παρόλα αυτά, στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε άλλες μεγάλες πόλεις, έχουν δημιουργηθεί χώροι-μαγαζιά που απευθύνονται σε ομοφυλόφιλους/ες και τρανς, εξυπηρετώντας τις ανάγκες κοινωνικοποίησης τους. Αυτά τα lgbt μέρη δεν είναι απλά μέρη μιας κοινότητας, είναι εμπορευματοποιημένα μέρη που είναι μερικώς προσβάσιμα σε όσους/ες μπορούν να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές, ενδυματολογικές και πολιτισμικές απαιτήσεις τους. Ουσιαστικά αυτά τα μέρη είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις χρόνου και τόπου όπου υπάρχει ασφάλεια.
Αντιλαμβανόμαστε τον δημόσιο χώρο ως περιφραγμένο κοινό που περιέχει και, πάντα ετεροκανονικές, έμφυλες εκφράσεις (γκομενοκουβέντες, δημόσια εκδήλωση οικειότητας, φλερτ, καμάκι, ερωτική αναζήτηση, κοινωνικό σχολιασμό κ.λ.π.). Αυτή η μη θεσμικά θεσπισμένη περίφραξη θεωρείται τόσο δεδομένη από τους ετεροφυλόφιλους ώστε να μην αντιλαμβάνονται καν την ύπαρξη και τη χρησιμότητα της. Αντίθετα, είναι τόσο επώδυνα αντιληπτή από τους ομοφυλόφιλους, ώστε πέρα από την συναίσθηση του φράκτη ή την συγκρότηση «δικών τους» χώρων, έχουν αναπτυχθεί στρατηγικές επίθεσης / διάρρηξής του. Η περιπλάνηση στην πόλη που αναφέραμε παραπάνω μπορεί να διαβαστεί ως μια τέτοια στρατηγική.
Η μετάβαση από τον ιδιωτικό σου χώρο στο δημόσιο και από εκεί στον ημι-δημόσιο/ημι-ιδιωτικό που απευθύνεται στην “ιδιαιτερότητα” σου (gay bar κ.τ.λ.), κάνει ακόμα πιο έντονη την αίσθηση των περιφράξεων που διαχωρίζουν αυτούς τους χώρους. Αν πάρουμε για παράδειγμα τις επιτελέσεις ενός σώματος, βλέπουμε ότι στον ιδιωτικό χώρο μπορεί η καθεμία να κάνει ο,τι θέλει (ο καθένας κάνει ο,τι θέλει στο κρεβάτι του κ.τ.λ.). Βγαίνοντας από τον ιδιωτικό και διασχίζοντας το δημόσιο χώρο αυτή η “ελευθερία“ περιορίζεται στο ότι ένα ανδρικό σώμα πρέπει να είναι αρρενωπό και αντίστοιχα ένα γυναικείο, θηλυκό. Φτάνοντας στον ημι-δημόσιο χώρο (gay bar) αφού πληρώσεις την είσοδο ή το ακριβό ποτό σου, μπορείς να επιστρέψεις σε αρκετές από τις επιτελέσεις που έχασες όταν αποχωρίστηκες τον ασφαλή, ιδιωτικό σου χώρο.
Επίλογος
Απέναντι στη διαρκή διαδικασία «πρωταρχικής» συσσώρευσης, απέναντι στις διαρκώς ανανεούμενες περιφράξεις σχηματίζονται κοινότητες αγώνα που μέσα από την πράξη τους ανασυστήνουν, υπερασπίζονται και διευρύνουν τα κοινά. Αναγνωρίζουμε τα κοινά ως τις στιγμές και τους τόπους όπου οι άνθρωποι επανασυνδέονται ως δρώντα υποκείμενα και επιβεβαιώνουν ότι είναι κάτι πάνω και πέρα από αυτό που τους θέλει να είναι το κεφάλαιο. Συχνά, όμως μέσα στην ίδια την κίνηση συγκρότησης των κοινών επανεμφανίζονται λόγοι και περιεχόμενα που ορθώνουν εκ νέου αποκλεισμούς, διαχωρισμούς και ανισότητες, υποσκάπτοντας ουσιαστικά την ίδια την έννοια της κοινότητας που επιδιώκουν να δημιουργήσουν. Έτσι, οι περιφράξεις ξαναστήνονται, αυτή τη φορά στο εσωτερικό της κίνησης που επιθυμεί να τις γκρεμίσει. Στην τοποθέτησή μας επικεντρωθήκαμε στον έμφυλο χαρακτήρα αυτών των περιφράξεων, χωρίς να αγνοούμε την ύπαρξη άλλων υποκειμενικοτήτων που αποκλείονται από τα κοινά.
Δεν αντιμετωπίζουμε τις έμφυλες περιφράξεις μόνο με οικονομικούς όρους και για αυτό στεκόμαστε κριτικά απέναντι στους προτεινόμενους αγώνες για οικιακό μισθό ή στην ανάγκη να αναλάβουν οι γυναίκες ηγετικό ρόλο στην κολλεκτιβοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας, στην προσπάθεια να ανακτήσουμε ή να δημιουργήσουμε τα κοινά. Όσο δεν αμφισβητείται ο έμφυλος ρόλος των γυναικών και η έμφυλη ιεραρχική διάκριση των κοινοτήτων δεν νοούνται σχέσεις που να δημιουργούν ή να ανακτούν τα κοινά.
Το πως οι άνθρωποι ορίζουν τους χώρους τους, πως τους βιώνουν και εν τέλει τους κατασκευάζουν είναι πολύ σημαντικό στην κατασκευή ταυτοτήτων. Αν λοιπόν εδώ προσπαθήσουμε να ορίσουμε έναν νέο ‘κοινό’ τόπο τότε αυτός ο ορισμός θα περνά σίγουρα και μέσα από την επαναδιαπραγμάτευση των παγιωμένων ταυτοτήτων. Η θέσπιση/κατασκευή ενός χώρου, έστω και φαντασιακή, δεν μπορεί παρά να έχει εγγενές συστατικό της μια διαφορετική πρόσληψη των φύλων.