να μειώσουμε τις αποστάσεις
να πλησιάσουμε η μια την άλλη
7 χρόνια μωβ καφενείο
Το Μωβ Καφενείο είναι μια συνέλευση που δημιουργήθηκε πριν 7 χρόνια μέσα σε μια κοινωνία που γεννά συνεχώς σύνορα, διαχωρισμούς και αποκλεισμούς και που η υποτίμηση, η κουλτούρα του βιασμού, το σεξιστικό και ρατσιστικό μίσος σε γυναίκες, μετανάστριες, μουσουλμάνες, τρανς, γκέι, ανώμαλες είναι μια καθημερινή συνθήκη. Το Μωβ Καφενείο είναι ο δικός μας τόπος συνάντησης, αντίστασης, αλληλεγγύης και φροντίδας ενάντια σε καταπιέσεις που γεννιούνται στη βάση του φύλου, της τάξης, των σωμάτων, της καταγωγής μας. Υπάρχει λόγω της ανάγκης μας να εμβαθύνουμε και να δραστηριοποιηθούμε γύρω από ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας, να επικοινωνήσουμε τις εμπειρίες και τα βιώματά μας, να συλλογικοποιήσουμε τις αρνήσεις μας, να δημιουργήσουμε ρωγμές στη βίαιη, ετεροκανονική, πατριαρχική, καπιταλιστική πραγματικότητα.
Ως συλλογικότητα προσπαθούμε να προσεγγίζουμε τα ζητήματα με τα οποία ασχολούμαστε διαθεματικά. Οι απαρχές της διαθεματικότητας (intersectionality) τοποθετούνται στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στην Αμερική, όταν η συλλογικότητα Combahee River Collective, μια συλλογικότητα μαύρων, λεσβιών, φεμινιστριών αναγνώρισε για πρώτη φορά ότι τα κυρίαρχα συστήματα καταπίεσης (φυλή-φύλο-σεξουαλικότητα-τάξη) συμπλέκονται και άρα χρειάζεται μια πιο ολοκληρωμένη ανάλυση και πρακτική. Το γεγονός φυσικά, ότι μια τέτοια προσέγγιση αναδύθηκε από τις μαύρες φεμινίστριες, δεν είναι καθόλου τυχαίο. Σε αντίθεση με τις λευκές μεσοαστές φεμινίστριες της Αμερικής, υπήρξε από πολύ νωρίς η ανάγκη να εναντιωθούν στις πολλαπλές καταπιέσεις που δέχονταν. Τη δεκαετία του ’80 εμφανίζεται για πρώτη φορά μέσα στους ακαδημαϊκούς κύκλους ο όρος διαθεματικότητα και σιγά-σιγά αρχίζει να χρησιμοποιείται ως τέτοιος από το ίδιο το κίνημα. Η θεωρία της διαθεματικότητας αναπτύχθηκε ως απάντηση στις μέχρι τότε κυρίαρχες φεμινιστικές προσεγγίσεις που μιλούσαν για τη γυναικεία ταυτότητα, η οποία αφορούσε στις προνομιούχες γυναίκες, δηλαδή τις λευκές, μεσοαστές, ετεροσεξουαλικές, σωματικά ικανές κ.λπ.∙ εντόπισε το πώς τα διάφορα συστήματα εξουσίας και καταπίεσης διαπλέκονται, αλληλεπιδρούν κι αλληλοεπικαλύπτονται για να (ανα)παράγουν κοινωνικές ανισότητες. Αντιλαμβανόμαστε ότι οι πολλαπλές καταπιέσεις που δέχεται ένα υποκείμενο με βάση το έθνος, το φύλο, την τάξη, την (αν)ικανότητα, τη σεξουαλικότητα, την ηλικία κ.λπ. δεν υφίστανται η μία ανεξάρτητα από την άλλη, αλλά αντιθέτως ενισχύουν η μία την άλλη. Οι διαχωρισμοί, οι διακρίσεις, τα στερεότυπα και τα προνόμια που προκύπτουν από αυτό το πλέγμα εξουσιών υπάρχουν διάχυτα στην καθημερινότητά μας (στο δημόσιο χώρο, στην εργασία, στους κινηματικούς χώρους, αλλά και στις ίδιες τις εαυτές μας).
Έτσι, επιλέγουμε να μην ιεραρχούμε τα συστήματα καταπίεσης. Αυτό σημαίνει πως αναγνωρίζουμε στις σχέσεις εξουσίας ταξικά, εθνοτικά, έμφυλα, φυλετικά ή άλλα χαρακτηριστικά, αναζητώντας τις μεταξύ τους συνδέσεις. Κατανοούμε πως το φύλο ή η σεξουαλικότητα μπορεί να είναι ισχυροί διαφοροποιητικοί παράγοντες και την ίδια στιγμή να αποτελούν πρωταρχικούς λόγους μετανάστευσης. Παράλληλα, η εμπειρία της μετακίνησης με ό,τι αυτή συνεπάγεται (διώξεις, trafficking, αγώνες και αντιστάσεις, πέρασμα συνόρων, συνδιαλλαγή με μπάτσους, διακινητές) είναι συχνά διαφορετική για άντρες, γυναίκες, παιδιά, straight ή lgbtqi+ άτομα. Άλλωστε, δεν αντιλαμβανόμαστε τους μετανάστες ως μια ομοιογενή ομάδα. Μέσα από τις αφηγήσεις αυτών που αναγκάστηκαν ή επέλεξαν να μετακινηθούν και ούσες αλληλέγγυες στους αγώνες τους, βλέπουμε πως η βίαιη συνθήκη του καπιταλισμού και τα συστήματα εξουσίας δεν αρχίζουν στην ανατολή και τελειώνουν στη δύση, αλλά βρίσκονται σε κάθε βήμα αυτών που μεταναστεύουν.
Σε αυτό το σημείο, θα θέλαμε να στρέψουμε το βλέμμα στη δύση και πιο συγκεκριμένα στους κυρίαρχους δυτικοκεντρικούς παραγωγικούς λόγους που (περι)ορίζουν, χειραγωγούν, παράγουν και αναπαράγουν την ανατολή. Σε όλες τις κυρίαρχες δυτικές αφηγήσεις που καθιστούν την ανατολή ένα διακριτό Άλλο, το οποίο οφείλει να μελετηθεί-επικυρωθεί-αξιολογηθεί και τελικά να πειθαρχηθεί, τόσο σε ένα συλλογικό φαντασιακό, όσο και σε ένα πραγματικό επίπεδο. Ας κάνουμε μια ενοχλητική παραδοχή. Ο ορθολογισμός, η επιστημοσύνη, η αυθεντία και η υπεροχή που κατακλύζει τη δυτική κουλτούρα, έχουν σαν αποτέλεσμα να παράγονται ντετερμινιστικά μεγάλες και αδιαμφισβήτητες αλήθειες. Με αυτόν τον τρόπο, η δύση καταφέρνει να ανασκευάζει εύκολα ιστορικά δομικά γεγονότα που την έχουν διαμορφώσει, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της αποικιοκρατίας.
Ο οριενταλισμός μελετάει την ανατολή από απόσταση και για να επιβιώνει τρέφεται με αναπαραστάσεις. Η ανατολή τόσο αόρατη, όσο και επικίνδυνη παραμένει ένα ζήτημα προς διαχείριση, και οι κάτοικοί της, υπανάπτυκτοι, φονταμεταλιστές, απολίτιστοι, εκφυλισμένοι. Η ορθολογικότητα υπονομεύεται από τις ανατολίτικες υπερβολές, τις μυστηριώδεις αντιθέσεις, τις αλλόκοτες ιδέες προς τις καθολικά εδραιωμένες δυτικές αξίες. Ο οριενταλισμός φροντίζει να κάνει μεγάλες αφαιρέσεις μιλώντας για την ανατολή: αποκρύπτει σκόπιμα τη διαφορετική ιστορία τής εκάστοτε χώρας, τις βιοπολιτικές εξουσίες μέσα σε κάθε πολιτικό σύστημα, τις ταξικές και έμφυλες αντιστάσεις, αναπαράγοντας έτσι την ανατολή ως ένα αδιαίρετο όλον. Επιπλέον, η δύση, αποσιωπώντας τους αγώνες και τις αντιστάσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της, προβάλλει έναν ενοποιητικό εαυτό και αναπαράγει τα πλέγματα εξουσίας που τη συγκροτούν.
Μέσα από αυτό το πρίσμα δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τη σημαντική θέση που κατέχει το ισλάμ εντός του οριενταλισμού. Το στερεότυπο του μουσουλμάνου σύμφωνα με τον κυρίαρχο δυτικό λόγο μπορεί να συνοψιστεί στις λέξεις οπισθοδρομισμός, βιαιότητα, φανατισμός, ανορθολογικότητα. Από την άλλη, όσες μουσουλμάνες φοράνε μαντίλα (μπούρκα-χιτζάμπ-νικάμπ-αμπάγια-τσαντόρ), δεν αναγνωρίζονται κοινωνικά ως υπάρξεις που μπορούν να εκφέρουν δικό τους αυτόνομο λόγο. Οι γυναίκες μουσουλμάνες δε χρειάζονται τη συμπόνοια των απελευθερωμένων και καθοδηγητριών δυτικών. Οι αντιστάσεις τους υπάρχουν στο εδώ και στο τώρα και χρησιμοποιούν τα δικά τους αναλυτικά εργαλεία ενάντια στη βία που ασκείται στα σώματα, τις επιθυμίες και στα όρια των μουσουλμάνων γυναικών.
Δεν θα πρωτοτυπήσουμε διατυπώνοντας τις σκέψεις μας αναφορικά με την κατασκευή του Άλλου και πώς διαφοροποιείται ανάλογα με τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς τής εκάστοτε περιόδου. Στην παρούσα συνθήκη, ο άλλοτε διαχωρισμός σε «νόμιμους» και «παράνομους» μετανάστες, συγκροτείται στο δίπολο πρόσφυγας-μετανάστης. Αν πάμε λίγο πιο πίσω στην ιστορία (του δυτικού κόσμου) μπορούμε να θυμηθούμε πως εκεί, στη δεκαετία του ’50, μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο θεμελιώθηκε η έννοια του πρόσφυγα. Πρόσφυγας, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, μπορεί να είναι κάθε άνθρωπος που βρίσκεται έξω από το κράτος, του οποίου είναι πολίτης, εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου δίωξης λόγω της φυλής, της θρησκείας ή της εθνικότητάς του, ή ακόμα εξαιτίας της ιδιότητας του ως μέλους μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή των πολιτικών του απόψεων (πολιτικός πρόσφυγας). Συνήθως, η αδυναμία εξασφάλισης προστασίας είναι αποτέλεσμα πολέμου, ωστόσο, ο παραπάνω ορισμός αποκλείει τους πρόσφυγες εξαιτίας φυσικών καταστροφών και βεβαίως όσους μετακινούνται εξαιτίας της συνθήκης που επιβάλλει ο καπιταλισμός. Ως μετανάστες, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ορίζονται όσοι έλαβαν ελεύθερα την απόφαση να μετακινηθούν, για λόγους δικούς τους και χωρίς την παρέμβαση ενός εξωτερικού, αναγκαστικού παράγοντα.
Η διαίρεση του μεταναστευτικού πληθυσμού δεν έχει σκοπό να περιγράψει τις διαφορετικές πραγματικότητές του, αλλά δημιουργεί διαχωριστικές ταυτότητες από τα πάνω, με αποτέλεσμα την ένταξη ενός κομματιού σε «προνομιακό» πεδίο και ταυτόχρονα τον αποκλεισμό τού μεγαλύτερου μέρους των μεταναστών από αυτό. Η αναπαραγωγή των διακριτών αυτών συνθηκών ήρθε να ενισχύσει την αποτύπωση στον συλλογικό νου μίας διάκρισης, που στρέφεται απέναντι σε ένα από τα πιο υποτιμημένα κοινωνικά κομμάτια, αγγίζοντας αρκετά συχνά τα όρια της φυσικοποίησης.
Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία η λέξη μετανάστρια δεν είναι ουδέτερη. Πρόκειται πάντα για την παράνομη, την δεύτερης κατηγορίας, την ανειδίκευτη εργάτρια, την Άλλη. Οι μετανάστριες εργάτριες αντιμετωπίζονται ως οι γυναίκες εκείνες που προορίζονται να καλύπτουν τις παραδοσιακά υποτιμημένες και έμφυλα προσδιορισμένες θέσεις εργασίας του δυτικού κόσμου. Και μάλιστα, χωρίς χαρτιά, χωρίς εργασιακά δικαιώματα, μετατρέποντάς τες στο πλέον φθηνό εργατικό δυναμικό. Είναι οι γυναίκες εκείνες που ζουν και δουλεύουν στην ελλάδα του ρατσισμού, του σεξισμού, του trafficking και της εργασιακής εκμετάλλευσης και που, στην καλύτερη περίπτωση, υπάρχουν αόρατα στο δημόσιο χώρο, όταν δε δέχονται βία, καταπίεση και εγκλεισμό ή απειλούνται με απελάσεις.
Στους αγώνες των μεταναστριών και μεταναστών στεκόμαστε αλληλέγγυες. Και όταν αναφερόμαστε στην αλληλεγγύη, δε μιλάμε για τη λευκή ελεημοσύνη την οποία βλέπουμε να προσφέρουν απλόχερα οι ΜΚΟ και το κράτος, σε συνεργασία πάντα με τους μπάτσους, μέσα σε κέντρα κράτησης και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επιπλέον, στεκόμαστε κριτικά απέναντι σε πράξεις φιλανθρωπίας που δεν αμφισβητούν και δεν προωθούν κανενός είδους κριτική απέναντι στο υπάρχον. Αλληλεγγύη για μας είναι η διερεύνηση των κοινών τόπων μέσα στους οποίους θα καταφέρουμε να οργανώσουμε τους αγώνες μας, είναι η συνάντηση στην κοινή άρνηση απέναντι στις υπάρχουσες σχέσεις. Άλλωστε, η αλληλεγγύη δεν είναι και δεν θα έπρεπε να είναι μια πρακτική που αναπτύσσεται μονάχα στη βάση της ομοιότητας, αλλά και της διαφοράς. Είναι η εγγύτητα με κάποιον με τον οποίο δε μπορείς να ταυτιστείς, κι όμως στέκεσαι στο πλευρό του ενάντια στις σχέσεις εξουσίας από τις οποίες προσπαθεί να απαλλαγεί, αναγνωρίζοντας κάθε φορά τη θέση προνομίου από την οποία μιλάς.
Οργανώσαμε τη σημερινή εκδήλωση προσπαθώντας να ψηλαφίσουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας σε σχέση με τη συνθήκη της μετανάστευσης. Ο αγώνας των έγκλειστων μεταναστριών στο κέντρο κράτησης του Ελληνικού είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αμφισβήτησης και αντίστασης στις περίπλοκες διασταυρώσεις των σχέσεων εξουσίας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, πρόθεσή μας είναι να διερευνήσουμε τους τρόπους και τους λόγους που μπορούμε να μειώσουμε τις αποστάσεις, να καταστρέψουμε την επιβεβλημένη γεωγραφία του νου και της πραγματικότητας και αναγνωρίζοντας τη σημασία της φεμινιστικής αλληλεγγύης να πλησιάσουμε η μία την άλλη.