Ποια είναι η εναλλακτική;
Κύριος Καβούρης: Και μόλις νόμισες ότι βρήκες την γη της επαγγελίας, σε πιάνουν απ’ τα παντελόνια και σε τραβάνε ψηλά, και ψηλότερα και ΨΗΛΟΤΕΡΑ μέχρι που σε έχουνε τραβήξει στην επιφάνεια, και σπαρταράς και αγκομαχάς για ανάσα! Και μετά σε μαγειρεύουνε και σε τρώνε – ή χειρότερα!
Μπόμπ Σφουγγαράκης: [Τρομοκρατημένος] Τι θα μπορούσε να είναι χειρότερο από αυτό;
Κύριος Καβούρης: [Απαλά] Τα καταστήματα δώρων.
-«Hooky», Μπόμπ Σφουγγαράκης.
Και πάνω που νομίζεις ότι βρήκες την γη της επαγγελίας, ο κύριος Καβούρης λέει στον καημένο Μπόμπ Σφουγγαράκη, θα βρεθείς στο μενού, ή χειρότερα σε ένα κατάστημα δώρων ως κομμάτι προσφοράς 1+1 εξαιτίας της ψευδαίσθησης που μόλις αποχαιρέτησες. Έχουμε όλοι συνηθίσει να συντρίβονται τα όνειρά μας, να συνθλίβονται οι ελπίδες μας και να καταστρέφονται οι ψευδαισθήσεις μας, αλλά τι έρχεται μετά την ελπίδα; Και τι θα γινόταν αν, σαν τον Μπομπ Σφουγγαράκη, δεν πιστεύαμε ότι το ταξίδι για την γη της επαγγελίας δεν τελειώνει αναπόφευκτα σε ένα κατάστημα δώρων; Ποια είναι η εναλλακτική; Η κυνική παραίτηση από τη μια ή η αφελής αισιοδοξία από την άλλη; Ποια είναι η εναλλακτική, θα ήθελε να μάθει ο Μπομπ Σφουγγαράκης, να δουλεύεις όλη μέρα στον κύριο Καβούρη, ή να σε πιάσουν στα δίχτυα του εμπορευματικού καπιταλισμού στην προσπάθειά σου να δραπετεύσεις; Αυτό το βιβλίο, κάτι σαν «Μπομπ Σφουγγαράκης: Οδηγός επιβίωσης», χάνει το ιδανικό της ελπίδας ώστε να κερδίσει σοφία και μια νέα σπογγώδη σχέση με τη ζωή, την κουλτούρα, την γνώση και την απόλαυση.
Λοιπόν, ποια είναι η εναλλακτική; Αυτή η απλή ερώτηση, αναγγέλλει ένα πολιτικό σχέδιο, παρακαλεί για μια γραμματική της πιθανότητας, και εκφράζει μια βασική επιθυμία να ζήσει τη ζωή αλλιώς. Ακαδημαϊκοί, ακτιβιστές, καλλιτέχνες και χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων, έχουν εδώ και καιρό ξεκινήσει μια αποστολή για να αρθρώσουν ένα εναλλακτικό όραμα για τη ζωή, την αγάπη, την εργασία και να κάνουν αυτό το όραμα πραγματικότητα. Με τη χρήση μανιφέστων, μια σειρά από πολιτικές τακτικές, και με νέες τεχνολογίες αντιπροσώπευσης, ριζοσπάστες ουτοπιστές συνεχίζουν να αναζητούν διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης στον κόσμο και ύπαρξης στις διαπροσωπικές σχέσεις από τους ήδη καθορισμένους για το υποκείμενο του φιλελεύθερου καταναλωτή. Αυτό το βιβλίο χρησιμοποιεί την «χαμηλή θεωρία» [lowtheory] (έναν όρο που προσαρμόζω από την δουλειά του StuartHall) και την κοινή γνώση [PopularKnowledge] για να διερευνήσει τις εναλλακτικές και να ψάξει για μια διέξοδο από τις συνηθισμένες παγίδες και αδιέξοδα των δυαδικών διατυπώσεων. Η lowtheory προσπαθεί να εντοπίσει όλες τις ενδιάμεσες αποστάσεις που μας σώζουν από το να πιαστούμε στο αγκίστρι της ηγεμονίας και τρυπηθούμε από τον δελεασμό ενός καταστήματος δώρων. Αλλά επίσης αποδέχεται την πιθανότητα ότι οι εναλλακτικές παλεύουν μέσα στα σκοτεινά νερά ενός μη αναμενόμενου και υπογορευόμενου από την κοινή λογική, στο συχνά απίστευτα σκοτεινό και αρνητικό βασίλειο της κριτικής και της άρνησης. Έτσι το βιβλίο ταλαντεύεται ανάμεσα στην υψηλή και χαμηλή κουλτούρα, στην high και lowtheory, τη δημοφιλή κουλτούρα και την εσωτερική γνώση, έτσι ώστε να διασχίσει τα όρια μεταξύ ζωής και τέχνης, πρακτικής και θεωρίας, σκέψης και πράξης, για να τα μετατρέψει σε ένα πιο χαοτικό βασίλειο γνώσης και άγνοιας.
Σε αυτό το βιβλίο, εκτείνομαι από παιδικά animation μέχρι αβάντ-γκαρντ περφόμανς και κουήρ τέχνη για να σκεφτούμε τρόπους ύπαρξης και γνώσης που διαχωρίζονται από τις συμβατικές αντιλήψεις της επιτυχίας. Θεωρώ ότι η επιτυχία σε μία ετεροκανονική, καπιταλιστική κοινωνία εξισώνεται πολύ εύκολα με συγκεκριμένες μορφές μιας αναπαραγωγικής ωριμότητας σε συνδυασμό με την συσσώρευση πλούτου. Αλλά αυτές οι μετρήσεις της επιτυχίας έχουν δεχτεί αρκετή πίεση τελευταία, με την κατάρρευση των οικονομικών αγορών από τη μία, και την επική αύξηση των διαζυγίων από την άλλη. Αν τα χρόνια που άνθισε η οικονομία και έπειτα κατέρρευσε, στα τέλη του εικοστού αιώνα και στις αρχές του εικοστού πρώτου, μας έμαθαν κάτι, είναι ότι θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουμε μια υγιή κριτική για τα στατικά μοντέλα της επιτυχίας και της αποτυχίας.
Αντί απλά να φιλονικούμε για μια επαναξιολόγηση των προτύπων του τύπου «περνάς ή κόβεσαι», η Kουήρ Tέχνη της Aποτυχίας, απογυμνώνει τις έννοιες της επιτυχίας και της αποτυχίας με τις οποίες ζούμε σήμερα. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες το να αποτυγχάνεις, να χάνεις, να ξεχνάς, να μην κάνεις, να μην φτιάχνεις, να μην γίνεσαι, να μην ξέρεις μπορεί στην πραγματικότητα να προσφέρουν πιο δημιουργικούς, πιο συνεργατικούς, πιο ευφάνταστους τρόπους ύπαρξης στον κόσμο. Η αποτυχία είναι κάτι που οι κούηρ κάνουν και πάντα έκαναν εξαιρετικά καλά. Για τους κουήρ, η αποτυχία μπορεί να είναι στυλ, σύμφωνα με τον Κουεντην Κρισπ, ή τρόπος ζωής, σύμφωνα με τον Φουκώ, και έρχεται σε αντίθεση με τα βλοσυρά σενάρια της επιτυχίας που βασίζονται στο «να προσπαθείς, και να προσπαθείς ξανά». Βασικά, αν η επιτυχία απαιτεί τόση προσπάθεια, τότε ίσως η αποτυχία είναι ευκολότερη μακροπρόθεσμα και προσφέρει διαφορετικές επιβραβεύσεις.
Τι είδους επιβραβεύσεις μπορεί να μας προσφέρει η αποτυχία; Ίσως προφανέστερα, η αποτυχία μας επιτρέπει να αποδράσουμε από τις τιμωρητικές νόρμες που συμμορφώνουν την συμπεριφορά και ελέγχουν την ανθρώπινη ανάπτυξη με στόχο να μας παραδώσουν από την ανυπότακτη παιδική ηλικία σε μία εύρυθμη και προβλέψιμη ενηλικίωση. Η αποτυχία διατηρεί κάποια από την θαυμαστή αναρχία της παιδικής ηλικίας και διαταράσσει τα θεωρητικά καθαρά όρια μεταξύ ενηλίκων και παιδιών, νικητών και χαμένων. Και ενώ η αποτυχία σίγουρα συνοδεύεται από ένα πλήθος αρνητικών επιδράσεων, όπως είναι η απογοήτευση και η απελπισία, ταυτόχρονα παρέχει και την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις αρνητικές επιδράσεις για δημιουργήσουμε τρύπες στην τοξική θετικότητα της σύγχρονης ζωής. Όπως μας υπενθυμίζει η BarbaraEhrenreich στο bright-sided, η θετική σκέψη είναι ένα βορειο-αμερικανικό βάσανο, μια «μαζική αυταπάτη» που αναδύεται από τον συνδυασμό του αμερικανικού εξαιρετισμού και της επιθυμίας να πιστέψουμε ότι η επιτυχία συμβαίνει σε καλούς ανθρώπους και ότι η αποτυχία είναι μόνο μια συνέπεια μια κακής συμπεριφοράς, παρά συνέπεια βασικών-δομικών καταστάσεων. Η θετική σκέψη «προσφέρεται» στις Ηνωμένες Πολιτείες ως θεραπεία για τον καρκίνο, ένα μονοπάτι για ανείπωτα πλούτη, και ως ένας σίγουρος τρόπος για να καταφέρεις την προσωπική σου επιτυχία. Πράγματι, το να πιστεύεις ότι η επιτυχία εξαρτάται από την συμπεριφορά του καθένα είναι πολύ προτιμότερο για τους αμερικανούς από το να αναγνωρίσουν ότι η δικιά τους επιτυχία είναι το αποτέλεσμα της κλίσης της ζυγαριάς της φυλής, της τάξης και του φύλου. Όπως το θέτει η Ehrenreich, «αν η αισιοδοξία είναι το κλειδί για την υλική επιτυχία, και αν μπορείς να καταφέρεις μια αισιόδοξη ματιά μέσα από την πειθαρχία της θετικής σκέψης, τότε δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την αποτυχία». Αλλά, συνεχίζει, «η άλλη πλευρά της θετικότητας είναι επομένως η σκληρή επιμονή στην προσωπική ευθύνη», εννοώντας ότι ενώ ο καπιταλισμός παράγει την επιτυχία κάποιων ανθρώπων μέσα από την αποτυχία κάποιων άλλων, η ιδεολογία της θετικής σκέψης επιμένει ότι η επιτυχία εξαρτάται μόνο από την σκληρή δουλειά και η αποτυχία είναι πάντα φταίξιμο δικό σου. Αλλά εμείς ξέρουμε κάτι παραπάνω φυσικά, σε μια εποχή που οι τράπεζες έχουν κατακλέψει καθημερινούς ανθρώπους και έχουν θεωρηθεί «πολύ μεγάλες για να αποτύχουν» ενώ οι άνθρωποι που έβαλαν λάθος υποθήκες, είναι απλά πολύ μικροί για να νοιαστούμε γι αυτούς.
Στο bright-sided, η Ehrenreich χρησιμοποιεί το παράδειγμα των αμερικανίδων γυναικών που «εξασκούν» την θετική σκέψη σχετικά με τον καρκίνο του στήθους για να επιδείξει πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι η πίστη στην αισιοδοξία και πόσο βαθειά θέλουν να πιστέψουν οι αμερικάνοι ότι η υγεία είναι θέμα διάθεσης, παρά θέμα περιβαλλοντικής υποβάθμισης και ότι ο πλούτος είναι θέμα οπτικοποποίησης της επιτυχίας, παρά θέμα «στημένου παιχνιδιού». Όμως, για τους «άπιστους» έξω από την «αίρεση» της θετικής σκέψης , για τους αποτυχημένους και τους λούζερς, για τους γκρινιάρηδες, για τους οξύθυμους κλαψιάρηδες που δεν θέλουν «να έχουν μια καλή μέρα», και που δεν πιστεύουν ότι επειδή απέκτησαν καρκίνο αυτό τους έκανε καλύτερους ανθρώπους, η πολιτική προσφέρει ένα καλύτερο επεξηγηματικό πλαίσιο από ότι η προσωπική διάθεση. Γι’ αυτούς που σκέφτονται αρνητικά, υπάρχουν ξεκάθαρα πλεονεκτήματα στο να αποτυγχάνεις. Ανακουφισμένος από την υποχρέωση του να χαμογελά κατά την διάρκεια μιας χημειοθεραπείας ή μιας χρεωκοπίας, ο «στοχαστής του αρνητικού» μπορεί να χρησιμοποιήσει την εμπειρία της αποτυχίας για να αντιμετωπίσει τις τεράστιες ανισότητες της καθημερινής ζωής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την σκοπιά του φεμινισμού, η αποτυχία συχνά έχει υπάρξει ένα πιο σίγουρο στοίχημα από την επιτυχία. Ενώ η γυναικεία επιτυχία μετριέται πάντα σύμφωνα με τα αντρικά πρότυπα, και το να αποτυγχάνεις στο κοινωνικό φύλο σου συχνά σημαίνει ότι δεν υφίστασαι πλέον την πίεση να “φτάσεις” τα πατριαρχικά ιδανικά, το να μην επιτυγχάνεις στο να είσαι γυναίκα μπορεί να προσφέρει αναπάντεχες ηδονές. Με πολλούς τρόπους, αυτό έχει υπάρξει το νόημα για πολλές φεμινίστριες του παρελθόντος. Η Μονίκ Βίτιγκ υποστήριξε κατά τη δεκαετία του ’70, ότι αν το να είσαι γυναίκα βασίζεται σε ένα ετεροφυλοφιλικό πλαίσιο, τότε οι λεσβίες δεν είναι “γυναίκες”, και αν οι λεσβίες δεν είναι “γυναίκες”, τότε εκπίπτουν από τις πατριαρχικές νόρμες και έτσι μπορούν να επαναδημιουργήσουν κάποια από τα νοήματα των φύλων τους. Επίσης την δεκαετία του ’70 η Βαλερί Σολάνας υποστήριξε ότι αν ο όρος “γυναίκα”, αποκτά νόημα μόνο σε σχέση με τον όρο “άνδρας”, τότε πρέπει να “κόψουμε τους άντρες”. Ίσως αυτό είναι λίγο ακραίο, αλλά σε κάποιο βαθμό αυτοί οι φεμινισμοί, που εγώ ονομάζω στο κεφάλαιο 5 “σκιερούς φεμινισμούς”, έχουν απασχολήσει αρκετά τις πιο αποδεκτές μορφές του φεμινισμού που έχουν την βάση τους στην θετικότητα, την αναμόρφωση και διευκόλυνση και όχι στην αρνητικότητα, στην απόρριψη και στην μεταμόρφωση. Οι σκιεροί φεμινισμοί παίρνουν την μορφή όχι του να γίνεσαι, να είσαι, να κάνεις αλλά την μορφή των σκιερών, σκοτεινών τρόπων του να αναιρείς, να ανατρέπεις και να ανατρέπεσαι και να παραβιάζεις.
Για να ανοίξουμε μια συζήτηση για την αποτυχία, ας μιλήσουμε για μια δημοφιλή μορφή της γυναικείας αποτυχίας που ταυτόχρονα αποδεικνύεται καθοδηγητική και διασκεδαστική. Στην ταινία Little Miss Sunshine (2006) η Αμπιγκέηλ Μπρέσλιν παίζει την Όλιβ Χούβερ, ένα νεαρό κορίτσι που όνειρό της είναι να κερδίσει τα καλλιστεία Little Miss Sunshine. Το ταξίδι που κάνει αυτή και η δυσλειτουργική οικογένεια της από το Αλμπουκέρκι στην Νότια Καλιφόρνια είναι το πιο εύγλωττο σχόλιο πάνω στην επιτυχία και την αποτυχία από οποιοδήποτε άλλο που θα μπορούσα να σκαρφιστώ εγώ εδώ πέρα. Με έναν παππού εθισμένο στο πορνό, ο οποίος και της χορογραφεί το νούμερό της για τα καλλιστεία και βάζει και τον γκέι αυτοκτονικό θείο της να κάνει την μαζορέτα στην χορογραφία, με ένα μουγκό αδερφό που διαβάζει Νίτσε, έναν φιλόδοξο αλλά αποτυχημένο πατέρα που παρακινεί και δίνει κίνητρα, και μία εξοργισμένη νοικοκυρά μαμά, η Όλιβ είναι καταδικασμένη να αποτύχει και να αποτύχει παταγωδώς. Αλλά ενώ η αποτυχία της θα μπορούσε να είναι η αιτία για θλίψη και ταπείνωση, και ενώ όντως αυτό είναι που γίνεται, ταυτόχρονα οδηγεί σε ένα είδος εκστατικής έκθεσης των αντιφάσεων μιας κοινωνίας εθισμένης σε ασήμαντους διαγωνισμούς. Μέσω υπαινιγμών, επίσης αποκαλύπτει τα σαθρά μοντέλα της επιτυχίας με τα οποία ζουν και πεθαίνουν οι αμερικανικές οικογένειες.
Ο Μάικλ Αρντ, που κέρδισε όσκαρ ως σεναριογράφος της ταινίας, είπε ότι εμπνεύστηκε να γράψει ένα σενάριο όταν άκουσε τον κυβερνήτη της Καλιφόρνια Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ να δηλώνει ότι “Αν υπάρχει κάτι στον κόσμο που απεχθάνομαι, αυτό είναι οι αποτυχημένοι!”. Προφανώς, η ελαφρώς φασιστική θέαση του κόσμου που βλέπει μόνο νικητές και χαμένους, την οποία και προωθεί ο Σβαρτζενέγκερ, έχει συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην χρεωκοπία της πολιτείας του, και το Little Miss Sunshine είναι με πολλούς τρόπους το βλέμμα από τα κάτω, η προοπτική του χαμένου σε ένα κόσμο που νοιάζεται μόνο για τους νικητές. Ενώ η αποτυχία της Όλιβ ως διαγωνιζόμενη σε καλλιστεία ομορφιάς παίζεται με σάουντρακ το “Superfreak” σε ένα ήσυχο ξενοδοχείο στη παραλία Ρεντόντο σε μία αίθουσα γεμάτη από σούπερ μαμάδες και τις τέλειες κόρες τους, αυτή η αποτυχία, τόσο ξεκαρδιστική στην εκτέλεσή της, καυστική στο νόημά της, και συναρπαστική στο επακόλουθό της, είναι τόσο καλύτερη, τόσο πιο απελευθερωτική από οποιαδήποτε άλλη επιτυχία που θα μπορούσε να επιτευχθεί στα πλαίσια ενός διαγωνισμού ομορφιάς για έφηβες. Με το να περιστρέφεται και να γδύνεται υπό τον ήχο ενός πρόστυχου τραγουδιού, ενώ τα υπόλοιπα κορίτσια που είναι βαριά βαμμένα και καλοχτενισμένα και φοράνε στολές πριγκίπισσας ή καουμπόισσας περιμένουν καρτερικά και αθώα την ευκαιρία τους να λάμψουν στην σκηνή, η Όλιβ αποκαλύπτει την σεξουαλικότητα που είναι στην πραγματικότητα το κίνητρο για τα προεφηβικά καλλιστεία. Χωρίς να καταφεύγει σε μια πουριτανική επίθεση στην σεξουαλική απόλαυση ή σε ένα ηθικό τρόπο αποδοκιμασίας, αντίθετα το Little Miss Sunshine εγκαταλείπει το Δαρβινιστικό ρητό “ας νικήσει η καλύτερη” και ξεδιπλώνει μία νεο-αναρχική πεποίθηση για εκστατικούς χαμένους: “κανείς δεν μένει πίσω!” Η μικρή δυσλειτουργική οικογένεια μπαινοβγαίνει στο κίτρινο αυτοκίνητό της και παραμένει ενωμένη παρόλο που “χτυπήθηκε” στην διαδρομή. Και παρόλο, ή μάλλον εξαιτίας των αποπειρών αυτοκτονίας, της επικείμενης χρεωκοπίας, το θάνατο του πατριάρχη της οικογένειας και τον τελείως άσχετο διαγωνισμό ομορφιάς, ένα νέο είδος αισιοδοξίας γεννιέται. Όχι μια αισιοδοξία που βασίζεται στην θετική σκέψη για να εξηγήσει την κοινωνική συνθήκη, ούτε μι αισιοδοξία που επιμένει στην θετική όψη των πραγμάτων με οποιοδήποτε κόστος. Μάλλον αυτή είναι μια μικρή ηλιαχτίδα φωτός που παράγει σκιά και φως στην ίδια ποσότητα και ξέρει ότι το νόημα του ενός εξαρτάται πάντα από το νόημα του άλλου.