Οκτώβριος 2006, Εύβοια, Αμάρυνθος. Η 16χρονη μαθήτρια βιάζεται από τέσσερις συμμαθητές της στις τουαλέτες του υπό κατάληψη σχολείου τους. Η κοπέλα κατάγεται από τη Βουλγαρία ενώ οι βιαστές της είναι γνήσια τέκνα της επαρχιακής κωμόπολης, και μάλιστα ο ένας είναι γιος καθηγητή του συγκεκριμένου λυκείου και ένας άλλος γιος αστυνομικού της περιοχής. Η κοπέλα καταγγέλλει το γεγονός στις αρχές και υποδεικνύει τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν, στα οποία εκτός από τους τέσσερις συγκαταλέγονται και τρεις κοπέλες, επίσης μαθήτριες, που βιντεοσκοπούσαν ό,τι εκτυλισσόταν. Το ζήτημα παίρνει διαστάσεις και αναπαράγεται ποικιλοτρόπως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Φορείς, συλλογικότητες και άτομα παίρνουν θέση δημόσια για το γεγονός, ενώ λίγο διάστημα μετά (τον Νοέμβριο) γίνονται δύο πορείες στην Αμάρυνθο, μια οργανωμένη από φεμινίστριες και μια που καλούνταν από αναρχικούς. Η τοπική κοινωνία σοκάρεται και μέσα σε μια σειρά απονενοημένων κινήσεων ο σύλλογος διδασκόντων του λυκείου αποφασίζει την πενθήμερη αποβολή τόσο των βιαστών όσο και της ίδιας της μαθήτριας. Το κλίμα που επικρατεί αναγκάζει τη μαθήτρια να εγκαταλείψει την Αμάρυνθο, ενώ οι τέσσερις δράστες αφήνονται ελεύθεροι και με περιοριστικούς όρους έως ότου εκδικαστεί η υπόθεση.
Κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα…
Μάρτιος 2010. Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων της Χαλκίδας έκρινε παμψηφεί αθώους και τους τέσσερις δράστες του βιασμού καθώς και τα τρία κορίτσια που βρίσκονταν μαζί τους και βιντεοσκοπούσαν όσα συνέβαιναν και οι οποίες κατηγορούνταν για συνέργεια. Το δικαστήριο αποφάνθηκε πως δεν επρόκειτο για βιασμό αλλά για ερωτική συνεύρεση. Η τοπική κοινωνία είχε ήδη αποφασίσει ότι ο βιασμός είναι δικαίωμά της και έτσι βρέθηκαν 40 μάρτυρες υπεράσπισης των βιαστών και ούτε ένας μάρτυρας υπεράσπισης της κοπέλας εκτός από τη μητέρα της. Επιπλέον οι μέχρι πρότινος κατηγορούμενοι κατέθεσαν μηνύσεις εναντίον της κοπέλας για ψευδορκία, ψευδή κατάθεση, ψευδή καταμήνυση, παραπλάνηση σε ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμιση.
Να λοιπόν ποια είναι η ελληνική πραγματικότητα.
Σε αυτόν τον κόσμο και ειδικότερα σε αυτό εδώ το μέρος του, ο βιασμός είναι για άλλη μια φορά ένδειξη ανδρισμού. Από την θλιβερή ελληνική επαρχία με τα κωλόμπαρα και τις επιγραφές “Προσεχώς 40 Βουλγάρες”, ως τις μητροπόλεις με τους οίκους ανοχής, γεμάτους από υποτιμημένα γυναικεία σώματα, ως επί το πλείστον μεταναστριών. Από τα σύνορα που αποτελούν τόπο διέλευσης και μεταφοράς γυναικείων σωμάτων εν είδει εμπορεύματος, ως τη σεπτή ελληνική οικογένεια και τη βία που ασκείται εις βάρος των γυναικών εντός της, αναδύεται και εγκαθίσταται διαρκώς και πάντα η πατριαρχική εξουσία. Είναι αυτή ακριβώς η ελληνική κοινωνία που φέρει και συντηρεί, με την επανάληψη συγκεκριμένων πρακτικών όπως ο βιασμός, πατριαρχικές, σεξιστικές και ρατσιστικές αντιλήψεις.
Τίποτα δε μας ξάφνιασε λοιπόν στην περίπτωση του βιασμού της κοπέλας στην Αμάρυνθο. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που η ίδια φέρει ταυτότητες που την υποβάλουν σε πολλαπλές καταπιέσεις. Είναι γυναίκα, μετανάστρια, ανήλικη, εργαζόμενη και ζει μόνο με τη μητέρα της (γεγονός που την κάνει να φαντάζει τρωτή σύμφωνα με τις κυρίαρχες αντιλήψεις αφού δεν υπάρχει πατέρας – προστάτης, ακόμα κι αν αυτός ήταν μετανάστης). Από την άλλη οι βιαστές της δεν είναι απλώς Έλληνες, αλλά είναι ο “ανθός” της τοπικής κοινωνίας, ενώ τα κορίτσια που συμμετέχουν αποτελούν θετικό παράδειγμα θηλυκότητας (φέρουν βέβαια την παθητικότητα σα σώματα, αλλά είναι αδελφές, μέλλουσες σύζυγοι και μάνες). Η 16χρονη Βουλγάρα ήταν “η άλλη” , όπως γενικά οι γυναίκες είναι “ο άλλος” στην πατριαρχική κοινωνία, προσδιοριζόμενη με αρνητικούς όρους, με όρους έλλειψης. Έτσι μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή και η αντίδραση της κοινότητας ως προς τον βιασμό. Γι’ αυτούς η επίθεση κατά των δραστών ήταν στην ουσία επίθεση ενάντια στην τοπική τους κοινωνία, ενάντια σε αυτούς τους ίδιους που κατασκευάζουν και τρέφουν συντηρητικές και σεξιστικές αντιλήψεις. Η ακραία, προκλητική και βίαιη αντίδραση της τοπικής κοινωνίας είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους το ζήτημα πήρε τέτοια έκταση και συγκέντρωσε πάνω του το ενδιαφέρον και τα φώτα της δημοσιότητας. Φυσικά και ο ίδιος ο χαρακτήρας του θέματος αποτέλεσε εξαιρετική ευκαιρία για τα μέσα να τραφούν και να θρέψουν με δόσεις κανιβαλισμού, πικάντικες λεπτομέρειες και πικρόχολη κριτική για τη νεολαία, το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Ο σημαντικότερος ωστόσο λόγος της έκτασης του γεγονότος είναι η ίδια η στάση της 16χρονης που κατήγγειλε τον βιασμό. Πράξη που απαιτεί φοβερό θάρρος, δύναμη και εξαιρετικά γερά νεύρα, ούτως ή άλλως σε μια περίπτωση βιασμού, πόσο μάλλον στη συγκεκριμένη στην οποία συμπυκνώνονται όλα τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν και την κάνουν τόσο ιδιαίτερη.
Αλλά ούτε και η απόφαση του δικαστηρίου μας ξαφνιάζει.
Όταν μια γυναίκα αποφασίζει να μιλήσει και ταυτόχρονα δεν μπορεί ή δεν θέλει να περάσει στην αυτοδικία, καταφεύγει στη δικαιοσύνη. Όχι επειδή έχει κάποιο νόημα ή αξίζει τον κόπο να εμπιστεύεται κανείς τους θεσμούς, αλλά επειδή υπάρχει η επιθυμία ο βιαστής να τιμωρηθεί, αν όχι από τα δικά της χέρια, τότε με όποιο άλλο μέσο μπορεί να διαθέτει. Οι θεσμοί είναι το εναπομείναν μέσο. Η αθώωση των βιαστών μπορεί να μη μας ξαφνιάζει όμως μας εξοργίζει. Πολύ περισσότερο δε, μας εξοργίζει η εκ των υστέρων μήνυση εις βάρος της κοπέλας, που αποτελεί γελοία επίθεση αυτών που προσπαθούν απεγνωσμένα να γίνουν από κατηγορούμενοι κατήγοροι Αυτή η αθωωτική απόφαση και αυτή η συντεταγμένη επίθεση αποτελούν έναν νέο κύκλο βίας, βίας ενάντια στο αυτονόητο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των σωμάτων μας.
Ο βιασμός και η απειλή του, αποτελούν την πιο ωμή μέθοδο επιβολής και συντήρησης της ανδρικής κυριαρχίας. Μιας κυριαρχίας που βασίζεται στη δύναμη, την εξουσία και την κατοχή και η οποία νοείται και αναπαράγεται κοινωνικά σα φυσικό δικαίωμα. Αυτή η βίαιη επιβολή εξουσίας αποκαλύπτει τη λογική που βρίσκεται πίσω της, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες αποτελούν έναείδος ιδιωτικής περιουσίας, που κατοχυρώνεται με τον καταναγκασμό. Ο σεξουαλικός καταναγκασμός, η πραγματικότητα και η αναγκαιότητά του εξελίσσονται στην ιστορία και αποτελούν γνωρίσματα και του δικού μας κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Ο βιασμός είναι ένα τίμημα που πρέπει να πληρώνουμε για τη διατήρηση αυτού του πατριαρχικού συστήματος, είναι ένα εργαλείο τρόμου. Αυτού τους είδους όμως η τρομοκρατία αποσιωπάται συστηματικά και μεθοδευμένα από πάντα, ενώ ο κυρίαρχος λόγος είναι αυτός που ορίζει σε τι συνίσταταιητρομοκρατία (κυρίως επιτιθέμενος στα δραστήρια πολιτικά κομμάτια ή στα πιο αδύναμα) παραλείποντας πάντα να αναφερθεί στον τρόμο της σεξουαλικοποιημένης βίας. Ο φόβος της βίας και η βία καθαυτή διαμορφώνουν συμπεριφορές, εγκαθιδρύουν και ανανεώνουν τη γυναικεία εξάρτηση από τους άντρες σε συνθήκες καταναγκασμού και σιωπής. Ο βιασμός αποτελεί την πιο καλλιεργημένη κοινωνικά αντρική φαντασίωση, η οποία συνήθως συνοδεύεται από την υποκριτική παραδοχή της κρυφής επιθυμίας των γυναικών να βιαστούν. Αυτός ο μύθος περί κρυφής επιθυμίας, όχι μόνο αποτελεί μια εξαιρετική δικαιολογία, αλλά ταυτόχρονα κατασκευάζει τη γυναικεία σεξουαλικότητα με βάση τους όρους της αντρικής επιθυμίας. Το γυναικείο σώμα πραγμοποιείται, γίνεται αντιληπτό ως παθητικό, ως κάτι που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το ίδιο αλλά μόνο να ικανοποιήσει κάποιο άλλο. Η σεξουαλικοποιημένη βία είναι έκφραση αυτής της αντίληψης και στο πεδίο της περιέχει την ταπείνωση και τον εξευτελισμό. Ας τελειώνουμε με τις αυταπάτες ότι ο βιασμός είναι ένα σεξουαλικό έγκλημα, είναι έγκλημα ενάντια στην υπόσταση των γυναικών, ενάντια στην ίδια τους την ύπαρξη. Ας τελειώνουμε επίσης με την αντίληψη ότι πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά. Πρόκειται για καθημερινή, ωμή βία, η οποία δεν ασκείται από μια ειδική κατηγορία αντρών, ασκείται απλά από άντρες, από συζύγους, πατέρες και αδελφούς. Τέτοιες πράξεις αποτελούν μια κατάφαση στην αντρική ταυτότητα, που δομείται, μέσα στο διπολικό σύστημα των φύλων, πάνω στην επιβολή επί του γυναικείου σώματος. Δηλαδή κάθε «κατά φύσιν» άντρας γίνεται τόσο περισσότερο άντρας όσο συναινεί και αναπαράγει αυτό το πρότυπο.(Αυτή η κίνηση όμως δεν είναι ούτε φυσική, ούτε αναπόφευκτη, αλλά ούτε και καθολική, αλλιώς η κοινωνική απελευθέρωση δεν θα ήταν δυνατή)
Υπάρχει ωστόσο και το κομμάτι της βίας που ασκείται από τους ίδιους τους θεσμούς της πατριαρχικής κοινωνίας, λειτουργεί σα συνέχεια της σεξουαλικοποιημένης βίας και γίνεται εμφανές όταν μια γυναίκα καταγγέλλει το βιασμό της. Το τρίπτυχο μπάτσοι- ιατροδικαστές- δικαστές εκφράζει και αναπαράγει όλες τις καθιερωμένες έμφυλες αντιλήψεις και υποβάλλει τις γυναίκες σε επώδυνες και εξευτελιστικές διαδικασίες, αντιμετωπίζοντας τες ως υπόλογες και υπεύθυνες για ό,τι τους συνέβη. Φαίνεται να μην είναι και τόσο τυχαίο το γεγονός ότι οι γυναίκες συχνά δεν καταγγέλλουν το βιασμό τους. Όταν υποχρεώνεσαι να υποστείς ταπεινωτικές ανακρίσεις, σωματικούς ελέγχους και προσβλητικά υπονοούμενα ή ακόμα χειρότερα όταν αθωώνεται ο βιαστής σου και βρίσκεσαι να κατηγορείσαι εσύ, είναι ξεκάθαρο ότι θα χρειαστεί να έρθεις αντιμέτωπη με όλο τον μηχανισμό αυτού του σάπιου πατριαρχικού συστήματος. Όταν ξέρεις ότι οι μπάτσοι είναι υπεύθυνοι για το 10% των συζυγοκτονιών που σημειώνονται στην Ελλάδα, ότι εμπλέκονται σε κυκλώματα μαστροπείας και σε βιασμούς αλλοδαπών, όταν εξετάζεσαι κυρίως από άντρες ιατροδικαστές, που όπως στην περίπτωση της Αμαρύνθου, διαπιστώνουν μώλωπες στη γεννητική περιοχή, ωστόσο δε διαπιστώνουν ενδείξεις βιασμού, ξέρεις ότι δεν μπορείς να περιμένεις και πολλά. Όταν στη δίκη πρέπει να αποδείξεις ότι δεν προκάλεσες εσύ τον βιασμό σου, πρέπει να αποδείξεις δηλαδή όχι μόνο ότι ο άλλος είναι ένοχος, αλλά και ότι εσύ σε καμία περίπτωση δεν προκάλεσες (γιατί ο βιασμός είναι το μόνο έγκλημα για το οποίο η απόδειξη ενοχής του δράστη στηρίζεται στην απόδειξη «αθωότητας» του θύματος) γίνεται σαφές ότι έχεις εμπλακεί σε μια εχθρική διαδικασία. Έχεις εμπλακεί γιατί επιθυμείς το αυτονόητο, την τιμωρία. Αν σε όλο αυτό το μοντέλο προσθέσουμε και την οικογένεια που με τη σειρά της, αν όχι αυτή πρώτη και καλύτερη, αναπαράγει σεξιστικές αντιλήψεις και σπεύδει να διαφυλάξει την τιμή της, διατηρώντας το σκοτάδι και τη σιωπή έχουμε μπροστά μας ένα εκρηκτικό μείγμα. Ένα μείγμα που μας γεμίζει οργή.
Βιασμός είναι ο προσδιορισμός της σεξουαλικότητάς μας σε σχέση με την ανδρική επιθυμία, η αντιμετώπιση μας στον δρόμο και στη δουλειά, η εργαλειακή αντίληψη των σωμάτων μας. Η Αμάρυνθος υπό συνθήκες μπορεί να ξανασυμβεί. Για την αναγνώριση της γυναικείας σεξουαλικότητας, για τον αφανισμό της πατριαρχίας. Κάτω τα χέρια από τα σώματά μας!