Περί αρρενωποτήτων ο λόγος

Εισήγηση στην εκδήλωση “Αρρενωπότητες” από QV, στη Φάμπρικα Υφανέτ

Σε μια περίοδο γενικευμένης κρίσης όπως αυτή που διανύουμε, ο στοχασμός γύρω από τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς φαίνεται να στρέφεται σε σίγουρα μονοπάτια ανάλυσης. Όσο λογικό μπορεί να φαίνεται να θέλουμε να εξηγήσουμε την εκμετάλλευση των σωμάτων μας με ταξικά εργαλεία ανάλυσης όσο η ταξική σχέση (θα) υπάρχει και εντείνεται, άλλο τόσο παράλογο μας φαίνεται εμάς να την αναλύουμε με αμιγώς ταξικούς ή παραδοσιακούς ταξικούς όρους. Οι αναλύσεις αυτές αγνοούν τόσο την έμφυλη συγκρότηση της ταξικότητας όσο και την έμφυλη συγκρότηση της εξουσίας και των εαυτών και ως τέτοιες μας φαίνονται μερικές. Η ενασχόλησή μας με το ζήτημα του φύλου είναι προσπάθεια να περιγράψουμε (και να αναλύσουμε) ένα (ακόμα) νήμα από το πλέγμα των σχέσεων εξουσίας που ακουμπά στον ίδιο τον ορισμό των σωμάτων και γίνεται θηλιά στο λαιμό τους. Ένα νήμα που συχνά χάνεται αναλυτικά στον υπάρχοντα κινηματικό λόγο, ο οποίος δεν φωτίζει επαρκώς την καταπίεση και αφήνει ανέγγιχτη την εξουσία.

Στην ενασχόλησή μας αυτή, αναγνωρίζουμε μια θεωρητική συγγένεια με την ομάδα qv , η τελευταία έκδοση της οποίας είναι ο λόγος που βρισκόμαστε εδώ απόψε και ταυτόχρονα η αφορμή για να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις.

Το τέταρτο τεύχος του qv, ανοίγει μία μεγάλη συζήτηση γύρω από την αρρενωπότητα- ή όπως δηλώνει και ο τίτλος του τεύχους- τις αρρενωπότητες. Αυτές οι αρρενωπότητες δεν είναι μία, αλλά πολλές και μπορούν να εντοπιστούν μέσα από το βίωμα και στο ίδιο το βίωμα της καθεμιάς και του καθένα. Θα δούμε, πως, απόρροια της θέσης της καθεμιάς και του καθένα, την αναγνωρίζουμε και τη νιώθουμε πολύ διαφορετικά. Άλλες σαν κάτι που μας καταπιέζει και σαν μέσο επιβολής, άλλες σαν καύλα και τρόπο ύπαρξης και άλλες σαν μέσο επιβίωσης ή ενδεχομένως και μέσο ρήξης με το διπολικό σύστημα του φύλου. Όταν η αρρενωπότητα για παράδειγμα εμφανίζεται σε σώματα που δεν είναι προορισμένα να τη φέρουν ή όταν συνδυάζεται με αυτά που έχουμε ονομάσει θηλυκά υφολογικά χαρακτηριστικά, μπορούμε ίσως να αναγνωρίσουμε μια τέτοια ρήξη.

Τελικά τι είναι όμως η αρρενωπότητα; Είναι (φυσικό) χαρακτηριστικό; Επιτέλεση, κυριαρχία, καύλα, άμυνα, χειραφέτηση, ή όλα αυτά μαζί;

Τίποτα δεν φέρει το κοινωνικό νόημα που του αποδίδεται εκτός του πλαισίου στο οποίο λαμβάνει χώρα.Έτσι το να δούμε τις αρρενωπότητες εκτός του πλαισίου στο οποίο αυτές εκφέρονται( πατριαρχία, ετεροκανονικότητα, έθνος, καπιταλισμός), θα είναι τουλάχιστον άστοχο. Μπορεί ακόμα να μας οδηγήσει στην υπεριστορική διερεύνηση της αρρενωπότητας ως συνθήκης άχρωμης, απαλλαγμένης από την βία που εμπεριέχει ή από την άλλη και ως ουσίας. Αναλλοίωτης στον χώρο και το χρόνο. Να θέσει την αρρενωπότητα ως a priori και ουσία (φύσει) κακή ή από την άλλη να καθιερώσει εντός αυστηρών ορίων τις καλές αρρενωπότητες από τις κακές, παράγοντας έτσι νέες μορφές ιεραρχίας και αποκλεισμού.

Μας ενδιαφέρει να μείνουμε στο ζήτημα και να δούμε πως οι αρρενωπές επιτελέσεις σχετίζονται με τις σχέσεις εξουσίας στις οποίες συγκροτούμαστε και τις οποίες αντιπαλεύουμε. Να δούμε σε ποιό βαθμό αυτές σχετίζονται με το φύλο και την σεξουαλικότητα, αλλά να μην μείνουμε μόνο στην πολλαπλότητα των αρρενωποτήτων. Να μην σταθούμε στην απειρότητα τους όπως ούτε στην απειρότητα των επιτελέσεων, αλλά να καταδείξουμε τον ακατάπαυστο έλεγχο και αυτοέλεγχο των έγκυρων συμπεριφορών που μας περιορίζει στο να φέρουμε όποια επιτέλεση ή φύλο θέλουμε. Να αναμετρηθούμε με τις υλικότητες  που μας ορίζουν ως υποτελείς αρρενωπότητες ή μας περιορίζουν και μας εξαναγκάζουν στο να επιτελούμε επαρκώς το “φύλο μας”. Αναγνώσεις της θεωρίας της επιτελεστικότητας μας λένε ότι στην πραγματικότητα μπορούμε να γίνουμε όποιο ή ό, τι φύλο θέλουμε. Να γίνουμε τα πάντα. Δεν μπορούμε όμως και υπάρχει λόγος γι’ αυτό.

Επιστρέφοντας στην ιστορικότητα της έννοιας ‘αρρενωπότητα’ και έχοντας κατά νου να βρούμε ποια είναι η σχέση μας, με το δεύτερο φεμινιστικό κύμα, τα κινήματα δηλαδή που αναπτύχθηκαν τις δεκαετίες ’60 με ’80 με σκοπό τη γυναικεία απελευθέρωση, θα αναρωτηθούμε για μια έννοια που εμφανίστηκε τότε στο κέντρο του προβληματισμού: Θα χρησιμοποιήσουμε σαν πρόφαση την αμφισημία της ελληνικής μετάφρασης του όρου masculinity για να διερωτηθούμε ποιά η σχέση της αρρενωπότητας με τον ανδρισμό. Τον ανδρισμό, ο οποίος αντίστοιχα δεν έχει υπάρξει ένας αλλά σε πληθυντικό αριθμό, με τον ηγεμονικό να καθορίζει τους υποτελείς αλλά και να συγκροτείται αντιθετικά τόσο από αυτούς όσο και από την κατηγορία γυναίκα. Είναι ο ανδρισμός απλά μια αρρενωπότητα σε σώματα που φέρουν τις γνωστές ως “αντρικές” βιολογικές διαφοροποιήσεις( και καλά πούτσα) ; Είναι κάτι πιο συγκροτημένο και ορισμένο από την αρρενωπότητα ή απλά η εννοιολογική τους διαφορά και χρήση απέχει ένα κύμα;

Χωρίς να ξεχνάμε τον βίαιο τρόπο με τον οποίο τα βιολογικά σχήματα για τις διαφορές των σωμάτων ισχυροποίησαν και νομιμοποίησαν την έμφυλη ιεραρχία, Θα δανειστούμε -από επιλογή αυτή τη φορά – ένα βιολογικό όρο για να επιχειρήσουμε μια μεταφορά.

Ως φαινότυπος ορίζεται η μορφολογική έκφραση του γονότυπου, του γονιδιώματος δηλαδή που φέρει κάθε οργανισμός μέσα στα κύτταρά του. Αντιλαμβανόμαστε τις αρρενωπότητες μάλλον σαν κοινωνικούς φαινότυπους, και όχι σαν ένα αυτούσιο σύστημα επιβολής. Όπως στη Βιολογία , έτσι και εδώ, σχετίζονται με κάτι που δεν είναι απαραίτητα ορατό ή για την ακρίβεια κάτι που δύσκολα γίνεται ορατό. Η αντιστοιχία φυσικά είναι ελλιπής αφού σε αντίθεση με τους βιολογικούς φαινότυπους, οι αρρενωπότητες συγκροτούν ταυτόχρονα τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας από τις οποίες οι ίδιοι συγκροτούνται. Οι στρατηγικές του εαυτού είναι κρίσιμες στο να αναγνωριστούν αυτοί οι φαινότυποι, να ξεγυμνωθούν από τον φυσικοποιημένο μανδύα τους και να σηκώσουν τα σώματα κεφάλι. Είναι σημαντικό όμως στην πορεία αυτή να μην ξεχνάμε όσο το προσωπικό είναι πολιτικό, ότι το ζήτημα των αρρενωποτήτων ούτε αρχίζει ούτε τελειώνει σε ένα πλαίσιο ατομικό. Δεν είναι θέμα συνείδησης δηλαδή, η σχέση μας ή μη με τις αρρενωπότητες και ούτε θέμα απλά ατομικών επιλογών. Οι ατομικές επιλογές καμιά φορά φαντάζουν όνειρα θερινής νυκτός , άλλες φορές καταστέλλονται με ωμή βία και άλλες απλά στέκονται κάπου μόνες τους στον κοινωνικό γαλαξία. Η αναμέτρησή μας με τις αρρενωπότητες πρέπει να μπορεί να συμπεριλαμβάνει πέρα από τους εαυτούς μας και την ίδια την υλική συνθήκη εντός της οποίας εκφράζονται. Πρέπει από το βίωμα και την σκέψη, να επιστρέφει πάλι πίσω στις υποκειμενικές πραγματικότητες καταπίεσης για να τις μετατρέψει σε συλλογικές πραγματικότητες αγώνα.

Μέσα σε αυτούς τους συλλογικούς αγώνες όπου από διαφορετική θέση η καθεμιά και ο καθένας έρχεται καθημερινά, θεωρούμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει απελευθερωτικό πρόταγμα που θα αφήνει τις αρρενωπότητες ανέπαφες και δεν θα αναγνωρίζει τη σύνδεσή του με τους φεμινισμούς και τον αγώνα ενάντια στην ετεροκανονικότητα.

This entry was posted in Μωβ κείμενα. Bookmark the permalink.